11
Τ Ο ΗΜ Ε Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Ο
ήταν πάντα, τώρα όμως είναι γεμάτος σκόρπια βράχια
και χαλίκια που έχουν μαζευτεί κατά τη διάρκεια της
ζωής μου. Μέχρι πριν από τρία χρόνια θα ήταν εύκολο
να τα αγνοήσω, όμως μου είναι πλέον αδύνατον. Μια
αρρώστια κυλάει σε όλο μου το κορμί · δεν είμαι ούτε
δυνατός ούτε υγιής, και περνώ τις μέρες μου σαν ένα
παλιό μπαλόνι που έχει ξεμείνει από κάποιο πάρτι: άτο
νος, ζαρωμένος, χάνοντας λίγο λίγο τη ζωντάνια μου
όσο περνάει ο καιρός.
Βήχω και με μισόκλειστα μάτια κοιτάω το ρολόι μου.
Συνειδητοποιώότι έφτασε ηώρα. Σηκώνομαι από τη θέση
μου δίπλα στο παράθυρο και σέρνοντας τα πόδια μου δια
σχίζω το δωμάτιο, σταματώντας στο γραφείο για να πάρω
το ημερολόγιο που έχω διαβάσει εκατό φορές. Δεν το ξε
φυλλίζω. Το χώνω κάτω απ’ τη μασχάλη μου και συνεχί
ζω την πορεία μου προς το μέρος που πρέπει να πάω.
Βαδίζω σε δάπεδο στρωμένο με πλακάκια, λευκά με
γκρι πιτσιλιές. Σαν τα μαλλιά μου και τα μαλλιά των
περισσότερων εδώ, παρότι είμαι ο μοναδικός στον διά
δρομο αυτό το πρωί. Εκείνοι είναι στα δωμάτιά τους,
μόνοι, με συντροφιά την τηλεόραση, αλλά εκείνοι, όπως
κι εγώ, το έχουν πια συνηθίσει. Ο άνθρωπος μπορεί να
συνηθίσει τα πάντα, αν του δοθεί αρκετός χρόνος.
Ακούω από μακριά το πνιχτό κλάμα και ξέρω ακριβώς
από πού έρχεται. Τότε με βλέπουν οι νοσοκόμοι και χα
μογελάμε ο ένας στον άλλον και ανταλλάσσουμε χαιρε
τούρες. Είναι φίλοι μου και μιλάμε συχνά, είμαι σίγουρος
όμως ότι απορούν με την περίπτωσή μου και με όσα