κι έριχνε το μαλλί μπροστά, να μη φαίνεται το χασκόγελο. ο
δάσκαλος άντεξε είκοσι λεπτά με το ρολόι. τους ανακοίνωσε
κοφτά πως τελείωσαν για σήμερα.
Δεν ήταν συνθήκες αυτές
,σχο-
λίασε σβήνοντας τον πίνακα. Έβαλε ασκήσεις και τους έδιωξε.
Μόλις κατέβηκε κι ο τελευταίος, το τουμπερλέκι σταμά-
τησε.
ο Σουκιούρογλου κάθισε στην έδρα με τα χέρια στην τσάντα
του. Ήταν παλιά, σε δυο σημεία είχε φαγωθεί το δέρμα και
είχε μπαλωθεί προσεκτικά, ο τσαγκάρης της γειτονιάς τού
είπε πως ήταν τυχερός, άνοιξε από τη μέσα μεριά, αλλιώς
θα έβγαζε μάτι το μπάλωμα.
Είναι πάντως καλό δέρμα, κατσικί-
σιο, αντεχερό
, είπε ο τσαγκάρης και την πέρασε προσεκτικά
με λάδι. οι χαραγματιές άστραψαν στο πρωινό φως, στένα-
ξε το πετσί από ευχαρίστηση.
Η τσάντα του παππού. Φαρμακοποιός, είχε έρθει από τη
Σμύρνη, φαρμακοτρίφτης έλεγαν τότε, μιλούσε γαλλικά ο
Σμυρνιός με τους πελάτες, τούρκικα με τους τούρκους, έφυ-
γε με ένα παπούτσι, το άλλο του βγήκε στην τρεχάλα, δε γύ-
ρισε να το μαζέψει. Στη Θεσσαλονίκη προσάραξαν στην αρε-
τσού, στα απολυμαντήρια. τώρα είναι στάση δίπλα στη θά-
λασσα, κανείς δε θυμάται ότι στοιβάξανε τους πρόσφυγες
στο τωρινό δημοτικό αναψυκτήριο, δεν είχανε τι να τους κά-
νουν. και ο παππούς του Σουκιούρογλου έγινε φαρμακο-
ποιός στο τόψι, μέσα στις λάσπες.
Πέρασαν χρόνια, κόλλησε χτικιό από έναν άρρωστο που
πήγε να εμβολιάσει. ο άρρωστος έβηξε, ο παππούς πέθανε
16
ΣοΦια νικοΛαΪΔου