Η κορίνα, που είχε κάνει χίλιες πρόβες για να χαμογε-
λάσει και να σηκώσει ψηλά το χέρι, μαζί με τον θείο αντρέα,
σερνόταν τώρα πίσω απ’ τη μαμά ντροπιασμένη. Άσε που εί-
χε βραχεί και η κάλτσα της, την έσφιγγαν οι πασχαλίτσες
στα μαλλιά και την πονούσε η μαμά, που την τραβολογούσε
έξω φρενών.
Για την οικογένεια του Στράτου, ο αντρέας ήταν κάτι σαν
μακρινός θείος, έτσι τον φώναζαν, στα γιορτινά τραπέζια
τσούγκριζαν τα ποτήρια στην υγειά του και εύχονταν κυ-
βέρνηση.
ο Σουκιούρογλου έδειχνε δεξιός. ο Στράτος το μύριζε, το
έπιανε στον αέρα που ανέπνεε. είχε εκπαιδευτεί από νήπιο
να ξεχωρίζει τους απέξω, κυρίως τους δεξιούς, κάτι στο ντύ-
σιμο, γκρι παντελόνι με πιέτα ή μπεζ μπουφάν παππουδί-
στικο. την είχε στημένη στο δάσκαλο των τουρκικών από
μέρες, ένα παραπάνω σήμερα που ήταν παρούσα η Φανή.
Ήθελε να δείξει στη συμμαθήτρια πως δε μασάει ο Στράτος,
πως, άμα λάχει, κάνει σαματά.
Δεν τσιγκουνεύτηκε το πεντακοσάρικο, κι ας ήτανε λεφτά
που θα τον έβγαζαν καθαρό μία βδομάδα, το έδωσε κολλαρι-
στό από την τράπεζα στα γυφτάκια, προκειμένου να διαλύσει
το μάθημα. Άναψε τσιγάρο και κάθισε στο πεζούλι της εισό-
δου.ο Σουκιούρογλου σφάλισε τα παράθυρα,όμως οι τσιρίδες
έμπαιναν από τις χαραμάδες, το τουμπερλέκι έσπαγε νεύρα,
δάγκωναν τα χείλια τους οι συμμαθητές, κοπίαζαν να μη γε-
λάσουν, ιδίως η Φανή που έσκυβε, όλο της έπεφτε το μολύβι
αΠοΨε Δεν εΧουΜε ΦιΛουΣ
15