δί της, χήρα γυναίκα, μόνη της, χωρίς ένα στήριγμα, αυτή που
δεν παντρεύτηκε τον μπακάλη που τη ζήτησε,γιατί δεν είχε τα
γελαστά μάτια του παππού και τα νύχια του μύριζαν παστω-
μένη σαρδέλα, κοίταξε τον Μαρίνο με στεγνωμένη λύπη.
Πήρε το πακέτο από τα χέρια του.
– Μη μου ξαναπάρεις μορταδέλα, τον μάλωσε, σ’ το έχω
πει τόσες φορές, μορταδέλα μου αγόραζε ο παππούς. Δε γί-
νεται να φάω από χέρι άλλου.
Έσπρωξε το πακέτο στο ψυγείο κι έστρωσε τραπέζι βουρ-
κωμένη.
Σαράντα δύο χρόνια μετά το θάνατο του παππού, η για-
γιά νίνα ακόμη δάκρυζε για μία φέτα μορταδέλα.
Στη συνέλευση δεν έπεφτε καρφίτσα. το αμφιθέατρο είχε
γεμίσει ασφυκτικά. Ήρθαν κι από τις άλλες σχολές, πάντα
τελείωναν νωρίτερα, όλα τα ραντεβού δίνονταν στη Φιλοσο-
φική, που βράδιαζαν με τις κουβέντες και τα ψηφίσματα. οι
Πασοκτσήδες εθεάθησαν καμαρωτοί, δεν έκρυβαν τη χαρά
τους,χτυπούσαν ο ένας τον άλλο στον ώμο συντροφικά,έκα-
ναν καλαμπούρια, τραγουδούσαν φάλτσα, όλο μεγαθυμία
πείραζαν τους ρηγάδες, δικοί τους άνθρωποι, οι πιο πολλοί
τους ψήφισαν κιόλας, ακόμα και οι κνίτες πανηγύριζαν. Δα-
πίτης δεν υπήρχε ούτε για δείγμα και, αν υπήρχε, λούφαζε,
πού να τολμήσει να μιλήσει. Μα πώς γινότανε σε μια σχολή
φουλ στα κορίτσια μόνο αγόρια να συνδικαλίζονται, απο-
ρούσαν μαθηματικοί και πολυτεχνίτες. οι
κόρες
σιγοντάρι-
ζαν, αλλά σπανίως έβγαζαν φωνή στο αμφιθέατρο, ακόμα κι
αΠοΨε Δεν εΧουΜε ΦιΛουΣ
19