για γλείψιμο. Στεκόταν σκυφτή στον πάγκο και τα αλεύρω-
νε, ήθελε να τα βρει ζεστά ο εγγονός,
ξουτ
έκανε στη γάτα
που τριβόταν στα πόδια της,
ξουτ, μωρή
, πάτησε φωνή και
την έσπρωξε με την παντόφλα. Η γάτα λούφαξε, αλλά δεν
έφυγε, όλο και κάτι θα της έδιναν στο τέλος. Περίμενε κοι-
τώντας εκστατικά τα χέρια της γιαγιάς, που πασπάλιζαν τα
ψάρια. και η γιαγιά νίνα, το γένος Σιμουλίδη, με το άσπρο
μαλλί στεφανάκι στο μέτωπο και τις μπούκλες πιο κάτω
μαύρες, κατάμαυρες, όπως τότε που τις χάιδευε ακόμα ο
παππούς, έβαλε το λάδι να κάψει.Η τηλεόραση ανοιχτή, κά-
τι σχολίαζαν για τις εκλογές, όλο γι’ αυτές μιλούσαν σήμε-
ρα. Η γιαγιά άφηνε το κουτί να παίζει. Έβγαλε την πιατέλα
με τα ανθάκια, αυτή με τη ραγισματιά στην άκρη, άπλωσε
μια χαρτοπετσέτα να τραβήξει το λάδι και στόλισε τα ψάρια
στη σειρά. Γύρισε ν’ ανοίξει την πόρτα, να ξεμυρίσει ο τόπος.
ωραίο το ψάρι, αφήνει όμως μυρωδιά. Έπιασε στον αέρα το
τσακ, γύρισε κι αντίκρισε τη γάτα ανεβασμένη στον πάγκο.
Για πότε σήκωσε το τηγάνι, για πότε την περιέλουσε με
καυτό λάδι, για πότε χίμηξε να σωθεί το ζωντανό ουρλιάζο-
ντας, ο Μαρίνος Σουκιούρογλου ούτε που το κατάλαβε.
τον είδε να στέκεται στην πόρτα, με την τσάντα του παπ-
πού παραμάσχαλα και το στόμα μισάνοιχτο.
– αχ, βρε γιαγιά, είπε τρυφερά, μόλις ξαναβρήκε τη φω-
νή του, τι σου έφταιγε το καημένο το ζώο. τόσο κακό για ένα
τηγανητό ψάρι.
και η γιαγιά,που είχε περάσει κατοχή,που είχε πλύνει ντά-
νες τις στολές των Γερμανών για να ταΐσει μια μπουκιά το παι-
18
ΣοΦια νικοΛαΪΔου