Τ Ο Κ Ο Ρ Ι Τ Σ Ι Π Ο Υ Ε Ξ Α Φ Α Ν Ι Σ Τ Η Κ Ε
17
απέραντο γκρίζο άγνωστο. Αλλά απ’ ό,τι φαινόταν, η μητέρα
μας θα τον προλάβαινε. Είχε έξι μήνες, ίσως έναν χρόνο. Κατά-
λαβα ότι η Γκο είχε πάει να βρει τον γιατρό μόνη της, είχε κρα-
τήσει προσεκτικές σημειώσεις με τα τσαπατσούλικα γράμματά
της και μετά προσπαθούσε κλαίγοντας να αποκρυπτογραφήσει
τι είχε γράψει. Ημερομηνίες και δοσολογίες.
«Σκατά, δεν έχω ιδέα τι λέει εδώ, εννιάρι είναι αυτό; Βγάζει
καν νόημα;» είπε κι εγώ τη διέκοψα. Η αδερφή μου μου έδινε
κάτι να κάνω, έναν σκοπό, τον κρατούσε στο χέρι της σαν φρού-
το. Παραλίγο να κλάψω από ανακούφιση.
«Θα ’ρθω πίσω, Γκο. Θα μετακομίσουμε εκεί. Δεν είναι ανά-
γκη να το περάσεις όλο αυτό μόνη σου».
Δεν με πίστεψε. Άκουγα την ανάσα της στην άλλη άκρη της
γραμμής.
«Σοβαρολογώ, Γκο. Γιατί όχι; Εδώ δεν υπάρχει τίποτα».
Ξεφύσηξε δυνατά. «Και η Έιμι;»
Αυτό δεν το είχα σκεφτεί και πολύ. Απλώς υπέθετα ότι θα
πακέταρα τη νεοϋορκέζα γυναίκα μου, με τα νεοϋορκέζικα εν-
διαφέροντά της και τη νεοϋορκέζικη αλαζονεία της, και θα την
έπαιρνα μακριά από τους νεοϋορκέζους γονείς της –θα αφήνα-
με πίσω μας το φρενιασμένο, συναρπαστικό κομμάτι του Μαν-
χάταν που ερχόταν απ’ το μέλλον– και θα τη μεταφύτευα σε
μια μικρή πόλη δίπλα στο ποτάμι στο Μιζούρι και όλα θα ήταν
μια χαρά.
Δεν είχα καταλάβει ακόμη πόσο ανόητος, πόσο αισιόδοξος
και, ναι, πόσο
κλασικός Νικ
ήμουν που το είχα σκεφτεί έτσι.
Ούτε ήξερα τι δυστυχία θα μας έφερνε.
«Μια χαρά θα είναι. Η Έιμι...» Εδώ θα έπρεπε να πω «Η
Έιμι
αγαπάει
τη μαμά». Αλλά δεν μπορούσα να πω στην Γκο ότι
η Έιμι αγαπούσε τη μάνα μας, γιατί έπειτα από τόσο καιρό η
Έιμι καλά καλά δεν την ήξερε. Οι ελάχιστες συναντήσεις τους τις
είχαν αφήσει και τις δύο μπερδεμένες. Μέρες μετά η Έιμι ανέλυε
τις κουβέντες τους –«και τι εννοούσε λέγοντας...»– λες και η
μάνα μου ήταν η γερόντισσα της φυλής που είχε έρθει από την
1,2,3,4,5,6,7 9,10,11,12,13,14