Τ Ο Κ Ο Ρ Ι Τ Σ Ι Π Ο Υ Ε Ξ Α Φ Α Ν Ι Σ Τ Η Κ Ε
21
καμένο φρυγανισμένο ψωμί. Τοίχοι με ξύλινη επένδυση αμφίβο-
λης ποιότητας, βγαλμένοι από ερασιτεχνική τσόντα των σέβεντις.
Φωτιστικά δαπέδου με λάμπες αλογόνου, ένας τυχαίος φόρος τι-
μής στο φοιτητικό μου δωμάτιο τη δεκαετία του ’90. Το τελικό
αποτέλεσμα είναι παράξενα οικείο – περισσότερο μοιάζει με το
παραμελημένο χαμόσπιτο κάποιου παρά με μπαρ. Και υπάρχει
και μια ευτυχής σύμπτωση: Μοιραζόμαστε το πάρκινγκ με τη δι-
πλανή αίθουσα μπόουλινγκ, και όταν η πόρτα μας ανοίγει διά-
πλατα, ο ήχος από τα στράικ αβαντάρει την είσοδο του πελάτη.
Το ονομάσαμε «Το Μπαρ». Το επιχείρημα της αδερφής μου
ήταν: «Ο κόσμος θα μας θεωρήσει είρωνες και όχι ανέμπνευ-
στους».
Ναι, νομίζαμε ότι ήμασταν έξυπνοι Νεοϋορκέζοι – ότι το
όνομα ήταν ένα μεταμοντέρνο αστείο που κανείς άλλος δεν θα
καταλάβαινε, τουλάχιστον όχι όπως το καταλαβαίναμε εμείς.
Δεν θα το μετα-λάβαινε. Φανταζόμασταν τους ντόπιους να συ-
νοφρυώνονται: Γιατί το ονομάσατε «Το Μπαρ»; Αλλά ο πρώ-
τος μας πελάτης, μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, πολυεστιακά
γυαλιά και ροζ φόρμα είπε: «Μ’ αρέσει το όνομα. Όπως στο
Πρόγευμα στο Τίφανις
, όπου ο γάτος της Όντρεϊ Χέπμπορν
λεγόταν “Γάτος”».
Έπειτα από αυτό νιώθαμε πολύ λιγότερο ανώτεροι, πράγμα
που ήταν καλό.
Μπήκα στο πάρκινγκ και περίμενα μέχρι που άκουσα ένα
στράικ από την αίθουσα μπόουλινγκ –
ευχαριστώ, ευχαριστώ,
φίλοι μου
– και μετά βγήκα από το αυτοκίνητο. Θαύμασα τον
γύρω χώρο, ακόμη δεν είχα βαρεθεί το έρημο τοπίο: τo ταχυδρο-
μείο απέναντι μια χοντροκοπιά με κίτρινα τούβλα (τώρα πια
κλειστό τα Σάββατα), το ταπεινό μπεζ κτίριο γραφείων λίγο πιο
κάτω (τώρα πια κλειστό, τελεία). Ο τόπος δεν ευημερούσε. Ούτε
κατά διάνοια. Διάολε, το μέρος αυτό δεν ήταν καν μοναδικό,
ήταν το ένα από τα δύο Κάρθιτζ στο Μιζούρι – το δικό μας είναι
για την ακρίβεια το Βόρειο Κάρθιτζ, πράγμα που το κάνει να
ακούγεται σαν αδελφή πόλη του άλλου Κάρθιτζ, παρόλο που
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14