13
ΝΙΚ ΝΤΑΝ
Η μέρα που συνέβη
Ό
ταν σκέφτομαι τη γυναίκα μου, πάντα σκέφτομαι το κεφά-
λι της. Το σχήμα του. Ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεξα
όταν την πρωτοείδα, και είχε κάτι το υπέροχο. Έμοιαζε σαν
γυαλιστερό σπυρί καλαμποκιού ή σαν βότσαλο του ποταμού.
Αυτό που οι Βικτοριανοί θα αποκαλούσαν
εξαίσια σχηματισμέ-
νο κεφάλι
. Μπορούσες άνετα να φανταστείς πώς θα ήταν το
κρανίο της.
Θα αναγνώριζα το κεφάλι της παντού.
Αλλά κι αυτό που είναι μέσα του. Το σκέφτομαι κι αυτό: Το
μυαλό της. Τον εγκέφαλό της, όλες εκείνες τις σπείρες όπου οι
σκέψεις πηγαινοέρχονται σαν βιαστικές, φρενιασμένες σαρα-
νταποδαρούσες. Σαν κανένα παιδί, φαντάζομαι να ανοίγω το
κρανίο της, να ξετυλίγω τον εγκέφαλό της και να τον εξετάζω
προσεκτικά, να προσπαθώ να πιάσω και να ξεδιαλύνω τις σκέ-
ψεις της.
Τι σκέφτεσαι, Έιμι;
Αυτή είναι η ερώτηση που έκανα
πιο συχνά κατά τη διάρκεια του γάμου μας, έστω κι αν την έκα-
να από μέσα μου και όχι στο πρόσωπο που θα μπορούσε να μου
απαντήσει. Φαντάζομαι πως αυτές οι ερωτήσεις μαζεύονται σαν
σύννεφα που προμηνύουν καταιγίδα πάνω από όλους τους γά-
μους:
Τι σκέφτεσαι; Τι νιώθεις; Ποιος είσαι; Τι κάναμε ο ένας
στον άλλον; Τι θα κάνουμε ο ένας στον άλλον;
Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα στις έξι π.μ. ακριβώς – χωρίς να
τρεμοπαίξω τις βλεφαρίδες, χωρίς να τα ανοιγοκλείσω προσπα-
1,2,3 5,6,7,8,9,10,11,12,13,...14