Τ Ζ Ι Λ Ι Α Ν Φ Λ Ι Ν
14
θώντας να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν. Το ξύπνημά μου
ήταν μηχανικό. Τα βλέφαρά μου άνοιξαν σαν να ήμουν καμιά
από εκείνες τις ανατριχιαστικές κούκλες των εγγαστρίμυθων: με
ένα κλικ. Ο κόσμος είναι μαύρος, και μετά, κλικ, η παράσταση
αρχίζει! Το ρολόι έλεγε
6-0-0
– μες στα μούτρα μου, το πρώτο
πράγμα που είδα.
6-0-0
. Ένιωσα παράξενα. Σπάνια ξυπνούσα
ακριβώς. Ήμουν τύπος των ακανόνιστων ωρών:
8:43
,
11:51
,
9:26
.
Στη ζωή μου δεν υπήρχαν ξυπνητήρια να με ταράζουν.
Εκείνη τη στιγμή, στις
6-0-0
, ο ήλιος σκαρφάλωσε στον ουρα-
νό πάνω από τις βελανιδιές και φανερώθηκε στην ολότητά του,
ένας θυμωμένος καλοκαιρινός θεός. Η αντανάκλασή του ταξίδε-
ψε λαμπερή στο ποτάμι κι έφτασε ως το σπίτι μας, ένα μακρύ
δάχτυλο που διαπερνούσε τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες της
κρεβατοκάμαρας και με έδειχνε, σαν «κατηγορώ»:
Σε έχουν
δει. Θα σε δουν.
Έμεινα κουλουριασμένος στο κρεβάτι, στο κρεβάτι που είχα-
με στη Νέα Υόρκη και που τώρα βρισκόταν στο καινούργιο μας
σπίτι. Ακόμη το αποκαλούσαμε
καινούργιο
κι ας μέναμε εδώ
ήδη δυο χρόνια. Είναι ένα νοικιασμένο σπίτι δίπλα στον Μισισι-
πή, ένα σπίτι που φωνάζει Νεόπλουτοι των Προαστίων, το σπίτι
που ονειρευόμουν πιτσιρίκι στη γειτονιά με τα φτωχόσπιτα και
τις κουρελιασμένες μοκέτες τους. Το σπίτι που αμέσως ένιωσα
οικείο: ένα τυπικό, μεγάλο, άνετο, ολοκαίνουργιο σπίτι που η
γυναίκα μου σίγουρα θα σιχαινόταν. Και όντως το σιχάθηκε.
«Να βγάλω την ψυχή μου πριν μπω μέσα;» Αυτό ήταν το
πρώτο πράγμα που είπε μόλις φτάσαμε. Ήταν ένας συμβιβα-
σμός: Η Έιμι επέμενε να νοικιάσουμε, και όχι να αγοράσουμε,
στη μικρή πόλη του Μιζούρι απ’ όπου κατάγομαι, ελπίζοντας
ότι δεν θα μέναμε εδώ για πολύ. Τα μοναδικά σπίτια όμως που
νοικιάζονταν ήταν συγκεντρωμένα σ’ αυτήν τη χρεοκοπημένη
συνοικία: μια μικροσκοπική πόλη-φάντασμα γεμάτη επαύλεις
που ανήκαν σε τράπεζες, χτυπημένες από την ύφεση, με χαμηλές
πια τιμές, μια γειτονιά που πέθανε πριν καλά καλά γεννηθεί.
Ήταν συμβιβασμός, αλλά η Έιμι δεν το είδε έτσι, καθόλου έτσι.
1,2,3,4 6,7,8,9,10,11,12,13,14