Τ Ζ Ι Λ Ι Α Ν Φ Λ Ι Ν
16
ρουν, να τουιτάρουν, κυρίως πεισματάρηδες φαφλατάδες γέ-
ροι) είχαν ξοφλήσει. Ήμασταν κάτι σαν τους καπελάδες ή τους
κατασκευαστές καμτσικιών: η εποχή μας είχε τελειώσει. Τρεις
εβδομάδες μετά την απόλυσή μου, απολύθηκε και η Έιμι από
τη δουλειά της, ό,τι κι αν ήταν αυτή. (Τώρα νιώθω την Έιμι να
σκύβει αποπάνω μου και να χαμογελάει αυτάρεσκα για την
έκταση που έδωσα στην ανάλυση της δικής μου καριέρας, της
δικής μου ατυχίας, ενώ ξεμπέρδεψα με τη δική της περίπτωση
με μία μόνο πρόταση. Θα σας έλεγε ότι αυτό ήταν χαρακτηρι-
στικό μου.
Κλασικός Νικ
, θα έλεγε. Αυτή ήταν η αγαπημένη της
επωδός:
Κλασικός Νικ, που
... και ό,τι ακολουθούσε, ό,τι ήταν
κλασικός εγώ
, ήταν κακό.) Ήμασταν δύο άνεργοι ενήλικες, τρι-
γυρνούσαμε επί εβδομάδες με τις κάλτσες και τις πιτζάμες στο
σπίτι μας στο Μπρούκλιν, αδιαφορώντας για το μέλλον, πετώ-
ντας σε τραπέζια και καναπέδες γράμματα που δεν μπαίναμε
στον κόπο να ανοίξουμε, τρώγοντας παγωτό στις δέκα το πρωί
και ρίχνοντας γερούς μεσημεριανούς ύπνους.
Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η δίδυμη αδερφή μου.
Η Μάργκο είχε επιστρέψει στο πατρικό μας μετά την απόλυσή
της έναν χρόνο νωρίτερα – αυτό το κορίτσι είναι πάντα ένα βήμα
μπροστά από μένα, ακόμα και στην γκαντεμιά. Η Μάργκο μού
τηλεφωνούσε από το παλιό καλό Βόρειο Κάρθιτζ στο Μιζούρι,
από το σπίτι όπου μεγαλώσαμε, και, καθώς άκουγα τη φωνή
της, την είδα μπροστά μου: δέκα χρονών, με μαύρα μαλλιά και
τζιν φόρμα με κοντά μπατζάκια, να κάθεται στην πίσω αποβά-
θρα στο σπίτι των παππούδων μας, το κορμί της χυμένο σαν
παλιό μαξιλάρι, τα αδύνατα πόδια της να κρέμονται στο νερό,
να χαζεύει το ποτάμι που κυλούσε πάνω από τα λευκά πόδια
της με τόση προσήλωση, ολότελα απορροφημένη από τον εαυτό
της ακόμα κι ως παιδί.
Η φωνή της Γκο ακουγόταν βραχνή και ζεστή, ακόμα κι όταν
σου έλεγε άσχημα νέα. Η ακατάβλητη μητέρα μας πέθαινε. Ο
πατέρας μας είχε σχεδόν φύγει – το (μοχθηρό) μυαλό του και η
(μίζερη) καρδιά του, και τα δύο ζοφερά καθώς βάδιζε προς το
1,2,3,4,5,6 8,9,10,11,12,13,14