Τιμωρός - page 9

Τ Ι Μ Ω Ρ Ο Σ
27
κουκκίδα στάθηκε πάνω μου, κι έπειτα πάνω στη Γουαϊτστόουν.
Σαν να μην μπορούσε να διαλέξει μεταξύ των δυο μας.
«Πέθανε, Πατ» είπα.
«Ξέρω» είπε η Γουαϊτστόουν.
Έστρεψε το βλέμμα της προς τα πίσω, στα οχήματα με τα
έντονα διακριτικά, το κίτρινο-μπλε των περιπολικών και το πρά-
σινο-κίτρινο των τεθωρακισμένων. Ανάμεσά τους διέκρινα τη
θαμπή γυαλάδα των πιστολιών και των πολυβόλων, τα κράνη
μάχης με τη μεσαιωνική τους κυρτότητα, τα πρόσωπα των αστυ-
νομικών τσιτωμένα απ’ την αδρεναλίνη.
Η Γουαϊτστόουν τούς φώναζε κάτι. Η πράσινη κουκκίδα του
λέιζερ τρεμόπαιξε ανάμεσα στους ταράνδους του πουλόβερ της
και σταμάτησε ανάμεσά τους.
«Σκοτώστε τον!» φώναξε εκείνη.
Τότε άκουσα τις φωνές τους.
«Τον έχω στο στόχαστρο!» είπε κάποιος.
Μα δεν ακούστηκε πυροβολισμός.
Και τότε συλλογίστηκα την παραφιλολογία που ακολουθούσε
κάθε βολή από όπλο αστυνομικού. Την αυτόματη διαθεσιμότητα
κι έπειτα την κάθε βολή να αναλύεται επ’ άπειρον, να γίνεται
αντικείμενο βαθιάς μελέτης και καχυποψίας. Το ενδεχόμενο της
φυλακής, ή της ουράς για το επίδομα ανεργίας. Δεν ήταν ν’ απο-
ρείς που φοβούνταν να πυροβολήσουν.
Ωστόσο δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν είχαν ήδη
πυροβολήσει.
Κοιτώντας στο μπαλκόνι, είδα ότι ο άντρας δεν ήταν πλέον
μόνος του εκεί. Μαζί του ήταν και μια γυναίκα. Φορούσε ένα κε-
φαλομάντιλο, αν και απ’ αυτή την απόσταση δεν μπορούσα να κα-
ταλάβω αν επρόκειτο για ενδυματολογική ή θρησκευτική επιλογή.
Ο άντρας την έβριζε. Την έβριζε με ό,τι βρισιά μπορούν να
εκτοξεύσουν οι άντρες στις γυναίκες. Έπειτα σαν να την έσπρω-
1,2,3,4,5,6,7,8 10,11,12
Powered by FlippingBook