Τ Ο Κ Ο Ρ Ι Τ Σ Ι Π Ο Υ Ε Ξ Α Φ Α Ν Ι Σ Τ Η Κ Ε
15
Για εκείνην ήταν ένα καπρίτσιο μου για να την τιμωρήσω. Έβα-
ζα το μαχαίρι πιο βαθιά στην πληγή, από κακία και εγωισμό.
Την έσερνα, σαν άνθρωπος των σπηλαίων, σε μια πόλη που μέ-
χρι τότε απέφευγε φανατικά, και την ανάγκαζα να ζήσει σε ένα
σπίτι σαν κι αυτά που κορόιδευε. Υποθέτω πως δεν είναι συμβι-
βασμός όταν μόνο ο ένας πιστεύει κάτι τέτοιο. Αλλά έτσι ήταν
οι δικοί μας συμβιβασμοί. Ο ένας από τους δύο κατέληγε πάντα
θυμωμένος. Κι αυτός ο ένας ήταν συνήθως η Έιμι.
Μην κατηγορείς εμένα γι’ αυτό το χτύπημα, Έιμι. Το χτύπη-
μα του Μιζούρι. Κατηγόρησε την οικονομία, την κακή τύχη, τους
γονείς μου, τους γονείς σου, το ίντερνετ, όσους χρησιμοποιούν το
ίντερνετ. Κάποτε ήμουν δημοσιογράφος. Έγραφα για τηλεόραση
και ταινίες και βιβλία. Τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν ακόμη
έντυπα, τότε που όλοι νοιάζονταν για τη γνώμη μου. Είχα έρθει
στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’90, στην ύστατη
πνοή των ένδοξων ημερών, μόνο που τότε κανείς δεν είχε ιδέα.
Η Νέα Υόρκη ήταν τίγκα στους γραφιάδες, κανονικούς γραφιά-
δες, γιατί τότε υπήρχαν περιοδικά, κανονικά περιοδικά, πολλά
περιοδικά. Ήταν η εποχή που το ίντερνετ το φύλαγαν ακόμη
στην άκρη του εκδοτικού κόσμου σαν κάποιο εξωτικό ζώο – του
πετούσαν λίγες κροκέτες, το κρατούσαν από το λουρί και το
κοίταζαν όπως χόρευε, αχ, τι χαριτωμένο, σίγουρα δεν θα μας
σκοτώσει το βράδυ που θα κοιμόμαστε. Σκεφτείτε το: Μια επο-
χή που πιτσιρικάδες οι οποίοι μόλις είχαν τελειώσει το πανεπι-
στήμιο έρχονταν στη Νέα Υόρκη και πληρώνονταν για να γρά-
φουν. Δεν είχαμε ιδέα ότι ξεκινούσαμε καριέρες που μέσα σε
μια δεκαετία θα εξαφανίζονταν.
Δούλευα επί έντεκα χρόνια, και μετά ξαφνικά δεν δούλευα
– τόσο απότομα και γρήγορα έγιναν όλα. Σ’ όλη τη χώρα τα
περιοδικά άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, υποκύπτο-
ντας σε μια ξαφνική αρρώστια που έφερε η χρεοκοπημένη οικο-
νομία. Οι γραφιάδες (όλων των ειδών: φερέλπιδες μυθιστοριο-
γράφοι, αναλυτικοί στοχαστές, άνθρωποι που το μυαλό τους
δεν δουλεύει αρκετά γρήγορα για να μπλογκάρουν, να λινκά-