Το πιο μακρύ ταξίδι - page 7

13
T O Π Ι Ο Μ Α Κ Ρ Υ Τ Α Ξ Ι Δ Ι
καιρός ήταν ακόμη ανταριασμένος. Πήρε τον δρόμο για
το σπίτι του, εκεί στη Θουκυδίδου.
Καλύτερα θα ήταν να
μην περνούσε πάλι από την Αφροδίτης
, σκέφτηκε. Πέρα,
πίσω από τους τοίχους, κάποια λατέρνα άρχιζε το τρα-
γούδι, κι ο σκοπός της, απλοϊκός και ξέγνοιαστος μέσα
στον μουσκεμένο δρόμο, έφθανε στ’ αυτιά του.
Ε
κείνη τη μουντή Παρασκευή η Μαρία, με το μέτωπο
ακουμπισμένο στο τζάμι, παρακολουθούσε από τον
πρώτο όροφο του μικρού δίπατου σπιτιού της οδού Αφρο-
δίτης την κίνηση ανάμεσα απ’ τις σταγόνες της βροχής
που κυλούσαν σαν ρυάκι. Η Αφροδίτης ήταν ένα στενό
δρομάκι, μια σπιθαμή, με σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά
πολύχρωμα σπιτάκια. Κάποιοι έτρεχαν για να γλιτώσουν
τη βροχή, άλλοι γίνονταν ακόμα πιο μούσκεμα κάθε φο-
ρά που περνούσε αυτοκίνητο –καθώς ο συνήθως ήρεμος
δρόμος είχε μεταμορφωθεί σε ποτάμι–, ενώ ορισμένοι
προσπαθούσαν να διορθώσουν τις αναποδογυρισμένες
ομπρέλες τους κρατώντας τες σφικτά για να μην τις πά-
ρει ο αέρας. Οι χοντρές στάλες που έπεφταν ασταμάτη-
τα έφταναν στ’ αυτιά της σαν μια θλιμμένη μουσική απ’
άλλους τόπους.
ΟΜίμης, ο άντρας της, όπως συνήθιζε τον τελευταίο
καιρό, σκυμμένος πάνω από το τραπέζι, μελετούσε μου-
τζουρώνοντας τα χαρτιά του, τις υποχρεώσεις του μήνα.
Φυσούσε, ξεφυσούσε, προσπαθώντας να βρει λύση. Του
ήταν αδύνατον να δεχτεί ότι στάθηκε ανίκανος να εξα-
1,2,3,4,5,6 8,9,10,11,12,13,14,15,16
Powered by FlippingBook