Το πιο μακρύ ταξίδι - page 6

12
Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α
Κι όμως τα σαλιγκάρια βγαίνουν κατά τη διάρκεια της
βροχής, απλά ο άνθρωπος που τα παρατηρεί ή τα μαζεύει
βγαίνει μετά τη βροχή
, σκέφτηκε την ίδια ώρα ο Δροσινός
που σιωπηλός ανοιγόκλεινε την εφημερίδα του.
«Άσε, ρε μπακάλη. Τον Δον Ζουάν και τον μάστορα
να τον κάνεις στις γυναίκες, όχι σε τα μας. Ας μη σου
ερχότανε εκείνο το ουρανοκατέβατο τριόδυο και θα σου
έλεγα εγώ».
«Θωμάκο μου, τι έγινε, ζηλεύεις που αρέσω; Όσο για
το τάβλι, το παίζω το ρημάδι, τι να κάνουμε. Και για να
’χουμε καλό ρώτημα, ποιο τριόδυο μουρμουράς;»
«Που φέρνεις τρία-πέντε;»
«Και λοιπόν…»
«Και φέρνω ντόρτια;»
«Λέγε, παρακάτω…»
«Και φέρνεις τριόδυο».
«Και κλείνω πόρτα».
«Γιατί κλείνεις πόρτα αφού είσαι μάστορας, γιατί κλεί-
νεις πόρτα και δεν πας για διπλό;»
«Για να σου πάρω την παρτίδα και να σου φάω τον
παρά κορόιδο» ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο μπακάλης,
ενώ ο ράφτης έξαλλος σηκώθηκε και τον έπιασε απ’ τον
γιακά.
«Ποιον είπες κορόιδο, ρε, τώρα θα σου δείξω, φέρτε
ένα τάβλι, ρεεε».
Ο Δροσινός, έχοντας εξαντλήσει και τα τελευταία
απομεινάρια της υπομονής του, σηκώθηκε αργά από την
καρέκλα, άφησε τα κέρματα στο τραπέζι και εγκατέλει-
ψε σιωπηλός τον καφενέ. Η βροχή είχε κοπάσει, μα ο
1,2,3,4,5 7,8,9,10,11,12,13,14,15,...16
Powered by FlippingBook