Τα πρωτοβρόχια

10 ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ στερά μαύρα φτερά και το κόκκινο λειρί. Καμία αντίδραση. Σηκώνω το κεφάλι του και το αφήνω. Πέφτει πάλι κάτω, άψυχο. Ξύνω με το νύχι μου το ράμφος, δεν ξέρω γιατί. Άραγε πώς να κάνουν τε- χνητή αναπνοή σε κόκορες; Κι αν ήξερα τον τρόπο, θα το έκανα; Μπα, νιώθω αηδία και μόνο με τη σκέψη. Ξαναμπαίνω στο σπίτι. Κάνω μια στάση στην κουζίνα.Πεινάω λίγο.Βγάζω το γάλα απ’ το ψυγείο. Ρίχνω μέσα δύο κουταλιές κακάο. Η ζάχαρη πού είναι; Α, εδώ. Βάζω και μπόλικη ζάχαρη, βουτάω μέσα μια φέτα τσουρέκι, την τρώω γρήγορα και πίνω μονορούφι το υπόλοιπο γάλα. Επιστρέφω στο δωμάτιό μου.Μας.Η αδερφή μου στο διπλανό κρε- βάτι κοιμάται ακόμη.Πέφτω ανάσκελα και τραβάω τη λινή κουβέρτα για να καλύψω το κεφάλι μου. Ωραία είναι έτσι. Κανέναν δεν βλέπω, κανείς δεν με βλέπει. Το απόλυτο τίποτα. Ο ήλιος, έτσι όπως μπαίνει απ’ το παράθυρο και κάποιες ακτίνες του διαπερνούν την κουβέρτα,φωτίζει όμορφα γαλάζια την ηρεμία μου. Σαν να ’χω έναν δικό μου ιδιωτικό ουρανό. Σε λίγο κάποιος ξυπνάει. Ακούγεται θόρυ- βος από πιάτα. Η μαμά θα είναι. Θα βράσει γάλα, θα κόψει τσουρέκι, θα φτιάξει καφέ και θα μας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=