Τα πρωτοβρόχια

ΤΑ ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙΑ 11 ξυπνήσει. Τρελαίνομαι για τσουρέκι. Όσο κι αν φάω, δεν χορταίνω ποτέ. Το βουτάω στο γάλα κι έτσι μαλακό το αφήνω να κυλήσει αργά, σχεδόν αμάσητο στον λαιμό μου. Μια γλυκιά μείξη γαλα- τίλας και κακάου, μαζί με το μαχλέπι και τη μαστί- χα, που τη βάζει άφθονη η μαμά στη ζύμη, γιατί ξέρει ότι μου αρέσει, να σταματούν για λίγο στο στόμα μου, πριν καταλήξουν στο πεινασμένο μου στομάχι. Μια παιδική φωνή που στριγκλίζει με αποσπά απ’ τη γαστριμαργική μου φαντασίωση. Η γνωστή παιδική φωνή που στριγκλίζει στο σπίτι. Πότε σηκώθηκε χωρίς να την πάρω είδηση; «ΜΑ- ΜΑ, ΠΕΘΑΝΕ Ο ΤΑΣΟΣ!» ουρλιάζει τώρα. Την περίμενα πιο ψύχραιμη. Ποτέ δεν τον συ- μπάθησε, αφού την ξυπνούσε, λέει, απ’ τα άγρια χαράματα. Τον προτιμούσε κρασάτο με κοφτό μα- καρονάκι και μπόλικη σάλτσα, να βουτάει το ψωμί και να καταπίνει με λαιμαργία μακαρόνια,ψίχα και Τάσο μαζί,πλαταγίζοντας τα λιγδιασμένα χείλια και γλείφοντας τα ενοχλητικά της δαχτυλάκια. Τον κό- κορα, τον κόκορά μου, τον είχα βαφτίσει Τάσο. Όπως εμένα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=