Τα πρωτοβρόχια

9 Ο Τάσος Πρωί Κυριακής. Δεν τον άκουσα ακόμη. Τι συμ- βαίνει; Σηκώνομαι όσο πιο αθόρυβα γίνεται και πηγαίνω στο παράθυρο της κουζίνας. Στην πλευρά της αυλής που φαίνεται από εδώ δεν τον βλέπω πουθενά. Βγαίνω έξω. Πέφτω πάνω στις καφέ σα- γιονάρες του μπαμπά και νυσταγμένος ακόμη τις φοράω ανάποδα.Πλησιάζω στο σπίτι του,που φτιά- ξαμε με ό,τι ξύλα βρήκαμε πρόχειρα στη γειτονιά. Τον βλέπω κουρνιασμένο σε μια γωνία, που δεν φαινόταν από εκεί που στεκόμουν πριν. Χτυπάω απαλά με το πόδι μου το σύρμα. Τίποτα. Τώρα πιο δυνατά.Πάλι τίποτα.Ανοίγω την πορτίτσα και πλη- σιάζω προσεχτικά το χέρι μου στα φτερά του. Φο- βάμαι μήπως με αρχίσει στα τσιμπήματα, όπως τις προάλλες. Ακίνητος. Αυτός. Εγώ χαϊδεύω τα γυαλι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=