Το ταξίδι της επιστροφής κύλησε πολύ γρήγορα.
Η Ευγενία, έτσι λεγόταν η νυχτερίδα, του μίλησε για τη
ζωή της στο παλιό κάστρο και ο Μόρτιμερ Μόρισον της
είπε για το Μαγικό Μαγαζί των Ζώων.
Όμως, λίγο πριν φτάσουν στο Ροζενχάιμ, τα φώτα του
λεωφορείου άρχισαν να αναβοσβήνουν.
«Όχι πάλι» είπε αναστενάζοντας ο Μόρτιμερ Μόρισον.
Ο κινητήρας είχε μπουκώσει και τα φώτα άρχισαν να
χαμηλώνουν, μέχρι που έσβησαν τελείως. ΟΜόρτιμερΜό-
ρισον γύρισε μερικές φορές το κλειδί στη μίζα. Μάταια
όμως. Κι έτσι έμειναν να κάθονται στα σκοτεινά.
«Όχι πάλι» ξανάπε ο μίστερ Μόρισον αναστενάζοντας.
«Τι είναι επειγόντως;» ρώτησε η Ευγενία. Αναστατωμέ-
νη πετούσε πάνω κάτω στο κάθισμα του συνοδηγού. «Στα-
μάτησες επειγόντως; Και τώρα;»
Ο ιδιοκτήτης του Μαγικού Μαγαζιού των Ζώων έκλεισε
εκνευρισμένος τα μάτια. «Τώρα…» είπε τελικά και βγήκε
από το λεωφορείο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του
οδηγού «τώρα θα πάρουμε το τρένο».