μέσα; Μια μεγάλη έκταση με δάσος. Να υπήρχαν άραγε
αγριογούρουνα εκεί πέρα; Ένας περιφραγμένος χώρος με
άλογα. Να μιλούσε άραγε κανένα από αυτά τη γλώσσα του;
Τη γλώσσα των μαγικών ζώων;
Σταμάτησε στα ερείπια ενός κάστρου. Με την άκρη του
ματιού του αντιλήφθηκε κάποια κίνηση.Μαύρες τρεμάμενες
σκιές, οι νυχτερίδες που πετούσαν στο ημίφως του δειλινού.
Πλατάγισε τη γλώσσα του. «Μου φαίνεται καλή περίπτω-
ση» είπε σιγανά και βγήκε από το λεωφορείο.
Μια νυχτερίδα τόλμησε και τον πλησίασε. Και ο μίστερ
Μόρισον κατάλαβε ακριβώς τι του έλεγε: ένα τραγουδάκι.
«Καλησπέρα, καληνύχτα, με ρόδα μυρωμένα…»
«Καλησπέρα!» της είπε φιλικά ο μίστερ Μόρισον.
Η νυχτερίδα έκανε έναν ταραγμένο ελιγμό.
«Με καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις τι λέω; Ω, πόσον και-
ρό περίμενα να βρεθεί κάποιος που να καταλαβαίνει τη
γλώσσα μου! Επιτέλους, επιτέλους, επειγόντως!»
Το πλασματάκι έκανε χαρούμενο μια κάθετη εφόρμηση
προς τα κάτω, διέγραψε έναν κύκλο λίγο πριν αγγίξει το
έδαφος, ανέβηκε πάλι ψηλά και κρεμάστηκε ανάποδα στο
πλατύγυρο καπέλο του μίστερ Μόρισον.
«Κούκου, να με κι εγώ επειγόντως!» Η νυχτερίδα, κρεμα-
σμένη έτσι ανάποδα, κοίταξε τον άντρα στα μά-
τια. Ο Μόρτιμερ έβαλε τα γέλια. «Μια
τόσο χαρούμενη κυρία θα ήταν ό,τι πρέ-
πει για το Μαγικό Μαγαζί των Ζώων.
Θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Φυσικά!» απάντησε η νυχτερίδα.