Αχ, τα βουνά! Ο άντρας με το γκρι παλτό
σήκωσε το πλατύγυρο καπέλο του και πήρε
μια βαθιά ανάσα.
«Έπρεπε να το κάνω πιο συχνά αυτό»
μουρμούρισε σιγανά. Περπατούσε τρεις ολό-
κληρες ώρες. Είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή,
είχε φάει σε μια καλύβα, σε ένα ορεινό βοσκοτόπι,
μια μεγάλη μερίδα τηγανίτες, είχε πλύνει τα πόδια του με
καθαρό νερό πηγής και είχε μιλήσει με μερικές αγελάδες.
Ακριβώς – με αγελάδες!
Τις είχε κοιτάξει μία μία βαθιά στα μάτια και είχε ρω-
τήσει καθεμία ξεχωριστά: «Μιλάς τη γλώσσα μου; Θέλεις
να έρθεις μαζί μου;».
Οι αγελάδες όμως απλώς τον κοιτούσαν και συνέχιζαν
να μασάνε τα χορταράκια τους. Εντάξει, όπως θέλετε! Μέ-
χρι το τέλος της ημέρας θα έβρισκε άλλο ένα μαγικό ζώο,
ο Μόρτιμερ Μόρισον ήταν σίγουρος.
Στο μεταξύ είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο μίστερ Μό-
ρισον έφτασε στο πάρκινγκ και προχώρησε προς το παλιό
του λεωφορείο. Κάθισε βογκώντας στο φθαρμένο του κά-
θισμα και γύρισε το κλειδί στη μίζα. Ευτυχώς, ο κινητήρας
πήρε μπροστά!
ΟΜόρτιμερ Μόρισον αναστέναξε με ανακούφιση. Τον
τελευταίο καιρό το λεωφορείο τον είχε προδώσει πολλές
φορές.
Μέσα στο δειλινό διέσχιζε τους επαρχιακούς δρόμους με
τις συνεχόμενες στροφές και κοιτούσε με προσοχή γύρω του.
Ένα παλιό καμπαναριό. Να ζούσαν άραγε γεράκια εκεί