Συνωμοσία της φωτιάς (pocket)

[ 10 ] θώντας να μην ξεπεράσει τα εκατό χιλιόμετρα. «Δεν πειράζει» είπε. «Δεν έχουμε τίποτα πάνω μας. Εκτός κι αν οι τσέπες σας είναι γεμά­ τες κόκα». «Σκατά» είπε ο Χιουζ. «Τι;» «Έχω τριάμισι γραμμάρια». ΟΜακΣόρλεϊ έριξε ένα αυστηρό βλέμμα πίσωαπό τον ώμο του. «Μαλάκα. Ξεφορτώσου τα». Ο ΜακΣόρλεϊ πάτησε τον διακόπτη και κατέβασε το τζάμι του πίσω παραθύρου. Έφερε το Focus κοντά στους θάμνους για να μην τους δουν οι μπάτσοι. Από το καθρεφτάκι, είδε το χέρι του Χιουζ να τινάζει έναμικρό καφετί κυβάκι στην πρασινάδα. «Μαλάκα» ξανάπε. ΟΚομίσκι κοίταξε ανάμεσααπό τακαθίσματα. «Δεν πλησιάζουν» είπε. «Ίσως και να μη μας σταματήσουν». Ο ΜακΣόρλεϊ δεν έβγαλε ούτε λέξη. Ξανανέβασε το τζάμι. Το αυτοκίνητο έστριψε και βγήκε σε μια μεγάλη ευθεία. Ο δρόμος κα­ τηφόριζε ελαφρώς, πριν ξανασηκωθεί για νασυναντήσει τη γραμμή του ορίζοντα στο βάθος σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Οι υαλοκα­ θαριστήρεςάφηνανυγρέςκηλίδεςστοπαρμπρίζ.Μόλιςπουέδιωχναν το νερό της βροχής. Ήθελε να τους αντικαταστήσει εδώκι έναν χρό­ νο. Ο ΜακΣόρλεϊ βλαστήμησε χαμηλόφωνα την τύχη του και προ­ σπάθησε να δει ανάμεσα από τις σταγόνες. Σ’έναν παράδρομο ήταν σταματημένο ένα άσπρο βανάκι. Είχε όλο τον χρόνο να βγει στον δρόμο και να φύγει. Δεν το έκανε. Κι­ νήθηκε ελάχιστα ως τη διασταύρωση. Ο οδηγός του το κρατούσε με τον συμπλέκτη. Ο ΜακΣόρλεϊ έγλειψε τα χείλη του. Ένιωσε το γκάζι κάτω από το πόδι του. Η μηχανή του Focus ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά οι αναρτήσεις του ήταν χάλια. Μόλις άρχιζαν οι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=