Πέτρινα πλοία

16 ΜΑΡΊΑ ΞΥΛΟΎΡΗ παπα-Γιάννη, «Σου την ξεθάψανε». Το λένε και κοι- τάζονται μεταξύ τους, πάει να πιάσει το βλέμμα του παπά μα αυτός απότομα στρέφει τα μάτια αλλού, και τώρα βλέπει ότι έξω από την αυλή είναι μαζε- μένοι άλλοι πεντέξι, κάτωχροι, και τον κοιτάζουν σαν να μην είναι σίγουροι πως θέλουν να τον κοι- τάξουν, αλλά και σαν να μην μπορούν παρά να τον κοιτάξουν, κι είναι ήλιος κι είναι μεσημέρι, και σε μια ραγισματιά του δρόμου κοκκινίζουν δυο παπα- ρούνες και θέλει να βάλει τις φωνές, ξεριζώστε τες, τις γαμημένες , μα δεν βάζει τις φωνές. «Ποια;» ρωτάει, κι οι άλλοι δεν ξέρουν τι να του πουν. «Τη γυναίκα σου, την ξαναχώσαμε μα τι ήταν αυτό και ποιος σου το ’κανε;» – αυτά ο παπάς, μασημένα κι όλα μαζί, ενώ η Τασία κοιτάζει τα πόδια του. Κοιτάζει κι αυτός τα πόδια του, τα ξεραμένα χώματα στο παντελόνι του, και τώρα μιλάνε όλοι τους ταυτόχρονα μα με τα μάτια στραβωμένα, τα λόγια τους πότε μισά και πότε ολόκληρα, κι όλο τα μάτια τους να πηγαίνουν να τον κοιτάξουν μα να πετάνε αλλού τελευταία στιγμή, και ξέρει ποια φωνή μιλάει μέσα τους και ξέρει τι λέει αυτή η φωνή, και δεν τους κοιτάζει, κοιτάζει πέρα, το φαράγγι, το βουνό. «Είχε δίπλα της το ποτήρι του φραπέ» λέει και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=