Πέτρινα πλοία

ΠΈΤΡΙΝΑ ΠΛΟΊΑ 15 κουνάει το μαύρο κεφάλι της αδιάφορα. Η ουρά της μακριά, σκίζει το φως· το βλέπει να πέφτει ολό- γυρα στα πόδια της φέτες φέτες. Αυτός κοιτά το φως κι αυτή αυτόν κι ύστερα κάτι τσιμπολογά απ’ το χώμα, ένα αόρατο κάτι. Στέκεται δίπλα της να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ανεβαίνει ο καπνός κι η κα- ρακάξα ανοίγει τα φτερά κι εξαφανίζεται, σαν να την ενόχλησε. Κλειδαμπαρώνεται και βουτάει στον ύπνο, μαύ- ρο ύπνο, βαθύ κι αμίλητο, πηγάδι άπατο. Ώσπου τον ξυπνάνε χτυπήματα δυνατά στην πόρτα, «Βαγγέλη, Βαγγέλη, σήκω και σ’ την ανοίξανε» · σηκώνεται με βλέφαρα πρησμένα, μισόκλειστα, «Γαμώ τον Θεό μου, τι έγινε πάλι;», και φοράει σκοντάφτοντας το παντελόνι του να κρύψει το σώβρακο και, όσο μπο- ρεί, τη σηκωμάρα του · «Σήκω και σ’ την ξεθάψανε». Γλιστράει απ’ τα παντζούρια λίγο φως και πέφτει πάνω στα φάρμακά της, παρατημένα άτσαλα στο τραπέζι· ξεκίνησε να τα πετάξει χθες μα έχασε το κουράγιο του με το που τα έβγαλε από το ντουλάπι· τώρα τον κοιτάζουνε στραβοξυπνημένα κι αυτά, πράσινα κουτιά, κόκκινα κουτιά, λευκά κουτιά, πορτοκαλιά· εξαιτίας της. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει την Τασία και τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=