Πέτρινα πλοία

ΠΈΤΡΙΝΑ ΠΛΟΊΑ 17 ξαναλέει η Τασία, απ’ όλη την ιστορία πιο πολύ αυτό της έμεινε, το ποτήρι του φραπέ. «Ε, καφέ θα θέλησε» της λέει τελικά αυτός, να τα πάλι τα βλέμ- ματα εκείνοι, «Τρελάθηκες, μωρέ Βαγγέλη;» λέει η Τασία, «Άσ’ τονα» της λέει ο παπάς, κι απότομα τον αποχαιρετούν και φεύγουν, μα όλο γυρνούν λίγο το κεφάλι και ξανακοιτάζουν κατά τη μεριά του, και ξέρει τι σκέφτονται, κι αν δεν το σκέφτονται θα το σκεφτούν, αυτοί, που δεν ξέρουν πώς είναι να μην προφταίνεις να πεις μια τελευταία κουβέντα, κι όταν αργά πας να την πεις, να βγαίνει βήχας. «Της αρέσει της γυναίκας μου ο καφές» τους φωνάζει απ’ την πόρτα, κι αυτοί από βήμα σε σταυροκόπημα γίνονται μικρότεροι, μέχρι που τους καταπίνει η γωνιά του δρόμου όλους κι ησυχάζει η γειτονιά. Μένει να τον κοιτάζει απ’ την αυλόπορτα η καρα- κάξα, μα αυτή δεν την κοιτάζει κανείς.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=