Οικογενειακή ευτυχία

14 | ΛΕΟΝ ΤΟΛΣΤΟΪ μικρούλα Σόνια με το μαύρο της φορεματάκι. Στο σπίτι νό- μιζες πως ένιωθες τον θάνατο· η θλίψη και η φρίκη του θα- νάτου πλανιόντουσαν στην ατμόσφαιρα. Το δωμάτιο της μα- μάς ήταν κλειστό, κι εγώ αγριευόμουν, κάτι με τραβούσε να ρίξω μια ματιά σ’ αυτό το παγερό και έρημο δωμάτιο κάθε φορά που πήγαινα να κοιμηθώ εκεί δίπλα. Ήμουν τότε δεκαεφτά χρόνων και, ακριβώς τη χρονιά του θανάτου της, η μαμά λογάριαζε να μετακομίσουμε στην πό- λη ώστε να κάνω την είσοδό μου στους κοσμικούς κύκλους. Η απώλεια της μητέρας μου στάθηκε πολύ οδυνηρή για μένα· θα πρέπει όμως να ομολογήσω ότι, εξαιτίας αυτής της οδύνης, καταλάβαινα επίσης πως είμαι νέα, όμορφη όπως μου έλεγαν όλοι, και άδικα περνάω έναν δεύτερο χειμώνα απομονωμέ- νη στο χωριό. Πριν βγει ο χειμώνας, αυτή η αίσθηση της μελαγχολίας, της μοναξιάς και της σκέτης πλήξης αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν ξεμύτιζα από το δωμάτιό μου, δεν άνοιγα το πιάνο και δεν έπιανα βιβλίο στα χέρια μου. Όταν η Κάτια προσπαθούσε να με πείσει να ασχοληθώ με το ένα ή το άλλο πράγμα, της απαντούσα: «Δεν θέλω, δεν μπορώ». Μέσα στην ψυχή μου όμως κάτι μου έλεγε: “Γιατί; Γιατί να κάνω κάτι όταν χάνονται άδικα τα καλύτερά μου χρόνια; Γιατί;” Και σ’ αυτό το γιατί, δεν βρισκόταν άλλη απάντηση από τα δάκρυα. Μου έλεγαν ότι εκείνο τον καιρό αδυνάτισα και ασχήμυ- να, αλλά αυτό δεν με απασχολούσε καν. Γιατί; Για ποιον; Μου φαινόταν πως ολόκληρη η ζωή μου θα περνούσε έτσι, σε τούτη την έρημη μοναχική γωνιά, μέσα σε μια απελπιστι- κή πλήξη, από την οποία δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε την επιθυμία να ξεφύγω. Στο τέλος του χειμώνα η Κάτια άρχισε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=