Οικογενειακή ευτυχία

| 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Π ενθούσαμε για τη μητέρα μας, η οποία πέθανε το φθινό- πωρο, και ξεχειμωνιάσαμε μόνες μας στο χωριό, η Κάτια, η Σόνια κι εγώ. Η Κάτια ήταν παλιά οικογενειακή φίλη, η γκουβερνάντα που μας ντάντεψε και τις δυο, κι εγώ τη θυμόμουν και την αγαπούσα από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Η Σόνια ήταν η μικρότερη αδελφή μου. Περάσαμε έναν μελαγχολικό και θλιβερό χειμώνα στο παλιό μας σπίτι στο Ποκρόφσκογιε. Ο καιρός ήταν κρύος, φυσούσε αέρας, έτσι που οι σωροί του χιονιού ξεπερνούσαν σε ύψος τα παράθυρα. Σχεδόν πάντα τα τζάμια ήταν παγωμένα και θαμπά, και σχεδόν ολόκληρο τον χειμώνα δεν πήγαμε πουθενά, ούτε και κάναμε κάποιο ταξίδι. Σπανίως ερχόταν κάποιος να μας δει· αλλά κι όσοι έρχονταν δεν έφερναν ούτε κέφι ούτε χαρά στο σπιτικό μας. Όλοι τους είχαν πρόσωπα θλιμμένα, όλοι μιλούσαν σιγανά λες και φοβόντουσαν μήπως κάποιον ξυπνήσουν, αναστένα- ζαν και συχνά έκλαιγαν κοιτάζοντας εμένα και, ιδιαίτερα, τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=