ΕΝΑ ΤΡΕΝΟ ΤΡΕΧΕΙ ΜΕΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
45
ζωντανό μνημείο μιας μακραίωνης ιστορίας και πολυάριθμων γεγονότων που είχε
σημαδευτεί από τις ζωές και τα έργα των ανθρώπων της.
Γύρω στο
1800
, ο πασίγνωστος για τις θαυμαστές απεικονίσεις του ζωγράφος
της Αιγύπτου Λουίτζι Μάγερ αναπαρέστησε μια άμαξα ευρωπαϊκού τύπου να
χοροπηδάει σε έναν άθλιο χωματόδρομο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχοντας
στα αριστερά και στα δεξιά της τα ανασκολοπισμένα πτώματα κάποιων κακο
ποιών. Ο Τζ. Σ. Μπέντλεϊ από την άλλη αναπαρέστησε τις θεϊκές ομορφιές του Βο-
σπόρου με τα παλιά ξύλινα σπίτια που γέμιζαν τις παραλίες και τις ακρογιαλιές
του και ο Τζ. Κάρτερ τα διάφορα θρησκευτικά μνημεία όπως το θρυλικό τζαμί του
Εγιούπ, όπου έπρεπε να μεταβούν εν πομπή οι σουλτάνοι λίγο πριν ανέβουν στο
θρόνο για να ζωστούν τη ζώνη και το σπαθί του Οσμάν και να δώσουν σύμφωνα
με τις γραφές όρκο πίστης και υποταγής στον Μωάμεθ.
Χαλκογραφίες, χαρακτικά, γκραβούρες, υδατογραφίες, μινιατούρες, μικρο-
γραφίες, δαγκεροτυπίες, φωτογραφίες, ελαιογραφίες, επιστολικά δελτάρια το-
πία και θέματα από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης
ταξίδευαν σχεδόν καθημερινά από τη μία μέχρι την άλλη άκρη της γης. Οι περι-
γραφές της σε βιβλία, επιστολές κι εφημερίδες κάλυπταν αμέτρητες σελίδες. Ο
ενδιαφερόμενος μπορούσε να βρει σε όλους τους ταξιδιωτικούς οδηγούς της Δύ-
σης άπειρες πληροφορίες γι’ αυτήν, αλλά καμιά τους δεν μπορούσε να αποδώσει
την πραγματικότητα της άλλοτε πρωτεύουσας των Βυζαντινών, που συνέχιζε να
ταξιδεύει πανώρια, όμορφη και περήφανη μέσα στην αχλή των αιώνων.
Οι χίλιες και μία ιστορίες της γέμιζαν με δέος και κρυφές επιθυμίες όσους τις
άκουγαν.
Οι χίλιες και μία ιστορίες της ταξίδευαν με τους αγέρηδες που κατέβαιναν από
τη Μαύρη θάλασσα κι έκαναν τους ανθρώπους να ονειρεύονται.
Είχαν περάσει μερικές δεκαετίες από την απόφαση του Μαχμούτ Β΄, παππού
του Αβδούλ Χαμίτ, να πνίξει στο αίμα των γενιτσάρων την κεντρική πλατεία
τους, εκείνη με τα τεράστια καζάνια κρέας, το Ετ Μεϊντάν, και μόλις λίγα χρόνια
από τότε που η θάλασσα του Μαρμαρά είχε ξεβράσει στις όχθες των ανθισμένων
αυτοκρατορικών κήπων της είκοσι δερμάτινους σάκους με ισάριθμες πανέμορφες
γυναίκες, πνιγμένες ύστερα από αδυσώπητη και αμετάκλητη εντολή του.
Χίλιες και μία ιστορίες που τις διηγούνταν ένα σωρό αλαφροΐσκιωτοι και
νεραϊδογεννημένοι έτοιμοι να ορκιστούν ότι είχαν ακούσει με τα ίδια τα αυτιά
τους, όταν κατά τύχη περνούσαν από εκεί, ιδίως τις μικρές ώρες της νύχτας, ένα
εφιαλτικό κρεσέντο ολολυγμών που λες και ταξίδευε, έφευγε κι ερχόταν με το
δροσερό αεράκι του Βοσπόρου κι ανακατωνόταν με τα νερά του Χρυσού Κέρα-
τος. Ατελείωτοι ολολυγμοί, ελαφρύ τρίξιμο από βάρκες, κουπιά που έλαμναν στα
σκοτεινά, κραυγές οδύνης, βουβές κινήσεις βίας κι αγκομαχητά, παρακάλια, κλά-