Έ
να τρένο τρέχει μες στη νύχτα
Μ
ην ερωτάς τα περασμένα και πώς και γιατί συνέβησαν:
Ό
λα τ’ ανθρώπινα πράγματα
από την
Τ
ύχη κι από την
Ε
ιμαρμένη
έχουν ορισθεί.
Χ
ίλιες και μία νύχτες
Β
ιβλίο πρώτο:
Σ
εχραζάτ
Ε
να τρένο τρέχει μες στη νύχτα
διασχίζοντας τη λασπερή γη της Θρά-
κης. Τρέχει πλάι σε ήρεμες σκοτεινές λίμνες και ποτάμια που μόλις ακού-
γονται να μουρμουρίζουν καθώς κυλάνε κάτω από γέφυρες. Κάπου κάπου
συναντά πυκνά σύννεφα ομίχλης που ανεβαίνουν από τα σιωπηλά τενάγη και τις
νεροσυρμές που ελλοχεύουν στους κάμπους.
Ένα τρένο τρέχει μες στη γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα του
1909
.
Στις ανηφοριές αγκομαχά, βγάζει πυκνό άσπρο καπνό. Στις κατωφέρειες επι-
ταχύνει. Στην κατασκότεινη ερημιά σφυρίζει απειλητικά. Το ένα και μοναδικό
άσβηστο μάτι του στην κορυφή της ατμομηχανής τρυπάει τα ερέβη της νύχτας,
του δείχνει το δρόμο.
Ένα τρένο τρέχει μες στη νύχτα σκαρφαλώνοντας σε πλαγιές, περνάει μέσα
από ανεξερεύνητες χαράδρες, δίπλα σε γκρεμούς, χώνεται σε βαθιά φαράγγια,
ανάλογα με το πού έχουν τοποθετηθεί οι ράγες. Η μηχανή του βρυχάται, ουρλιά-
ζει, βογκάει, ξεφυσά ζεματιστά σύννεφα ατμού ή μαύρα κατάμαυρα του κάρβου-
νου. Πίσω της με ελαφριούς τριγμούς ακολουθούν τα βαγόνια. Ένα βαγκόν-λι,
ένα σαλόνι, ένα βαγόνι υπηρεσίας. Από τα παράθυρά τους αχνοφαίνεται ένα
νυσταλέο κίτρινο φως, που χάνεται πίσω από σκοτεινούς χωμάτινους λόφους και
άλλοτε πίσω από δάση και κορμούς πανύψηλων δέντρων. Σε όλα κυριαρχεί μια
αδυσώπητη σιωπή. Στο τελευταίο, δεκαπέντε ιδρωμένοι τούρκοι στρατιώτες και
δυο ανθυπολοχαγοί νυστάζουν, λαγοκοιμούνται ή σιγοκουβεντιάζουν. Επικεφα-
λής τους είναι ένας ταγματάρχης που ακούει στο όνομα Φετχί μπέης. Από την
κλεισούρα και την υπερβολική ζέστη έχουν αναδυθεί οι οσμές των ανθρώπων. H
ατμόσφαιρα ζέχνει από βαριά μυρωδιά τούρκικου καπνού, σκόρδου κι απλυσιάς,
ανάκατη με ξινισμένα χνότα από χαλασμένα δόντια. Όσοι δεν κοιμούνται σιγο-
κουβεντιάζουν ή παίζουν χαρτιά. Ασημένιοι παράδες και γρόσια πηγαινοέρχονται
από τη μια τσέπη στην άλλη κουδουνίζοντας.