Ο «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ»
52
Χλωμό, κουρασμένο, αδύνατο. Ο αξιωματικός περισσότερο από συνήθεια ή κι
από ένστικτο έφερε την παλάμη του στο μέρος της καρδιάς σε μια σιωπηλή
κίνηση χαιρετισμού. Ο έκπτωτος σουλτάνος κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. Η
είσοδος και η έξοδος της γέφυρας φυλάγονταν προσεκτικά από αρματωμένους
στρατιώτες και αξιωματικούς του νεοτουρκικού κομιτάτου που είχαν ειδοποιη
θεί από νωρίς το απόγευμα για τη διέλευση της πομπής και το πρόσωπο του
σουλτάνου. Ο έλεγχος για τους υπόλοιπους ήταν σχεδόν τυπικός, και η πομπή
διατάχθηκε να συνεχίσει. Μπροστά από το Γενί τζαμί τα άλογα ξαναμετρίασαν
τον καλπασμό τους για να προστεθούν μερικοί ακόμη καβαλάρηδες αξιωματικοί
και στρατιώτες.
Η διαδρομή, παρά την περασμένη ώρα και την ερημιά του δρόμου, κράτησε
περισσότερο από δύο ώρες. Η θεόκλειστη και σκοτεινή άμαξα που μετέφερε τον
Αβδούλ Χαμίτ ήταν από τις συνηθισμένες και δεν είχε καμία σχέση με τη δική
του, εκείνη με τα βελούδινα αναπαυτικά μαξιλάρια και τα ασημένια υποπόδια. Ο
έκπτωτος σουλτάνος ένιωθε το κορμί του κουρασμένο, σχεδόν τσακισμένο από το
άβολο κάθισμα και τα δυνατά τραντάγματα στις λακκούβες και τις πέτρες που
είχαν συναντήσει.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και ο τεράστιος σιδηροδρομικός σταθμός ήταν
σχεδόν έρημος και σιωπηλός μέσα στην προχωρημένη νύχτα. Η ατμόσφαιρα ήταν
καθαρή. Η καταιγίδα είχε παραχωρήσει τη θέση της σ’ ένα κρύο αεράκι που
έφερνε μυρωδιά από βρεγμένη γη και λεπτό άρωμα από άνθη πασχαλιάς. Ήταν
μια από τις σπάνιες φορές που στον σιδηροδρομικό σταθμό δεν κυριαρχούσαν οι
βαριές ανάσες και η μυρωδιά της απλυσιάς από τους εκατοντάδες ανθρώπους
που τον πλημμύριζαν καθημερινά ανακατωμένες μ’ εκείνες του τσιγάρου, του
παστουρμά, του σκόρδου και του κεμπάπ από τα κοντινά μαγέρικα. Ακόμη και τ’
ανεμοδαρμένα ξύλινα αποχωρητήρια που σε όλη τη διάρκεια της ημέρας δεν προ-
λάβαιναν να καθαριστούν είχαν τώρα πάψει να ζέχνουν, καθώς από το απόγευμα
οι μοναδικοί επισκέπτες τους ήταν μόνο αξιωματικοί και στρατιώτες.
Απέναντι από τη φαρδιά πλατφόρμα του τερματισμού και της αφετηρίας των
τρένων, με τα φέσια τους ακόμη μουσκεμένα από την ανοιξιάτικη βροχή, σε πα-
ράταξη και με εφ’ όπλου λόγχη στεκόταν μια σειρά από αξιωματικούς και στρα-
τιώτες.
Πίσω τους, σ’ ένα ευρύχωρο και καλά φωτισμένο γραφείο, ο γερμανός διευθυ-
ντής του σταθμού, ο συμπατριώτης του βοηθός και ο αρχιμηχανικός του «τροχή-
λατου» υλικού συζητούσαν τις τελευταίες λεπτομέρειες του εγχειρήματος.
Τα πρόσωπα των αξιωματικών ήταν σοβαρά και σκληρά. Αγέλαστα. Κουρα-
σμένα κι αποφασιστικά.
Δρόμοι και στενά ήταν γεμάτα από χακί στολές, φέσια, άλογα, αγριεμένους