Ο «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ»
50
Σκούρες επιδερμίδες, ξυρισμένα κεφάλια, μουστάκια υποψήφιων δερβίσηδων,
πλούσιες λαδωμένες χαίτες, μακριά γένια, λυγερά γυναικεία κορμιά, αυτοσχέδιοι
μουσικοί, αναγνώστες του Κορανίου και των λόγων του Προφήτη, ερασιτέχνες
παλαιστές με ημίγυμνα ιδρωμένα κορμιά, μάγοι, φακίρηδες, υπομονετικοί γρα-
φιάδες πίσω από ετοιμόρροπα τραπεζάκια με μελανοδοχεία και κονδυλοφόρους
και, τέλος, ως συμπλήρωμα, αγέλες από αδέσποτα σκυλιά, γαϊδούρια, μουλάρια,
άλογα, καμήλες, όλα με τις δικές τους μυρωδιές και τους δικούς τους χαρακτη-
ριστικούς ήχους.
Ένα πλήθος που κουβέντιαζε, χάζευε, ψώνιζε, μάλωνε ή ακόμη και προσευχό-
ταν, ανάλογα με την ώρα που έδειχνε το μεγάλο ρολόι στην κορυφή της στέγης
του σταθμού, την ευρωπαϊκή ώρα ή την «αλά Τούρκα».
4
Από όλο αυτό το ετερόκλητο ανθρωπομάνι ξεχώριζαν οι εκπρόσωποι της επί-
σημης θρησκείας του ενός και μοναδικού Θεού και Προφήτη, οι ουλεμάδες και
οι ιμάμηδες με τα χρωματιστά σαρίκια και τα πράσινα καφτάνια τους, αλλά και
οι εκπρόσωποι της κάθε είδους αίρεσης όπως θεωρούνταν όλες οι άλλες θρη-
σκείες. Καλοθρεμμένοι ευρωπαίοι καλόγεροι με γελαστά προγούλια, γυαλιστερό
τσιτωμένο δέρμα, τεράστια κομποσκοίνια και τρίχινους επενδύτες με κουκού-
λες στην πλάτη, ελληνορθόδοξοι παπάδες με παραδοσιακά λερά αντεριά ή ράσα
και καλημαύχι, γενειοφόροι ραβίνοι που η ανάσα τους μύριζε σκόρδο, με μαύρα
σκουφάκια, τα κιπά, στην κορυφή του κεφαλιού και, τέλος, «κουστουμαρισμένοι»
πάστορες με ολόλευκα «γιακαδάκια» και τη Σύνοψη στο χέρι.
Γύρω ο χώρος κατακλυζόταν από σκοτεινά καφενεία, ετοιμόρροπα μαγέρικα
και μικρομάγαζα που πουλούσαν ξηρούς καρπούς, γλυκά και μια μοναδική ποι-
κιλία από μυρωδιές και μπαχάρια. Στις γωνίες έψηναν αραποσίτια ή τηγάνιζαν
συκωτάκια κι αχαμνά ζώων. Ο τόπος, καταπώς φύσαγε ο αέρας, άλλοτε μοσκο-
βολούσε από την καλοψημένη σάρκα κι άλλοτε έζεχνε από ούρα και περιττώματα
ανθρώπων.
Έτσι, καθώς ο
20
ός αιώνας συμπλήρωνε την πρώτη δεκαετία του ο σιδηροδρο-
μικός σταθμός της Κωνσταντινούπολης και ο γύρω τεράστιος χώρος αποτελού-
σαν μια πολύβουη, πολύχρωμη, πολυκύμαντη ζωντανή τοιχογραφία της ζωής των
ανθρώπων της σε όλο το λαμπερό μεγαλείο και το εκρηκτικό αποκορύφωμα της
καθημερινότητας.
4. Την εποχή εκείνη, η ώρα στην Τουρκία υπολογιζόταν με τρεις διαφορετικούς τρόπους: τουρ-
κικά, ευρωπαϊκά και κατά τον «ακριβή ηλιακόν χρόνον». Η 12η ώρα σημειωνόταν πάντα
λίγο μετά τη δύση του ήλιου, με αποτέλεσμα αν ένα ρολόι ρυθμιζόταν σύμφωνα με αυτή στην
Κωνσταντινούπολη θα προχωρούσε βαθμηδόν μπροστά κατά 3 ώρες στο διάστημα των έξι
μηνών που οι μέρες μεγάλωναν και θα πήγαινε πίσω στη διάρκεια των άλλων έξι που οι
μέρες μίκραιναν. Ήταν λοιπόν επόμενο ένα τέτοιο ρολόι να μην δείχνει με ακρίβεια την ώρα.