Page 4 - HLIAKH_KATAIGIDA

Basic HTML Version

14
Χειμώνας Στοκχόλμης, σκέφτηκε. Δεν είναι τόσο παράξενο
που «απενεργοποιείσαι» σαν βγαίνεις από το σπίτι. Πάνω στα
μέρη μας είναι αλλιώς. Μπλάβα σούρουπα του μεσοχείμωνου,
με το τριζάτο χιόνι. Ή το έμπα της άνοιξης και το έβγα του
χειμώνα. Είδε τον εαυτό της να κάνει με σκι τη διαδρομή κατά
μήκος του ποταμού από το σπίτι της γιαγιάς στην Κούραβαρα
μέχρι το σπιτάκι στο Γιέκαγιερβι και να κάθεται να ξαποστά-
σει στο πρώτο ξέφωτο κάτω από ένα έλατο. Η φλούδα του
δέντρου λάμπει σαν κοκκινωπός χαλκός στον ήλιο. Το χιόνι
αναστενάζει κουρασμένο όταν λιώνει από τη ζέστη. Καφές,
πορτοκάλι και σάντουιτς στον γυλιό.
Η φωνή της Μαρίας τη συμμάζεψε σαν απόχη. Οι σκέψεις
σπαρταρούσαν και θέλανε να ξεγλιστρήσουν, αλλά η Ρεμπέκα
ανέκτησε τον έλεγχο και κοίταξε το ελαφρώς υψωμένο φρύδι
της συναδέλφου.
«Ξυπναρούδια! Ρωτάω αν θ’ ακούσεις ειδήσεις».
«Βεβαίως».
Η Ρεμπέκα έγειρε πίσω στην καρέκλα και άπλωσε το χέρι
της προς το ράδιο στο περβάζι του παραθύρου.
Θεέ μου, πετσί και κόκαλο είναι, σκέφτηκε η Μαρία, παρα-
τηρώντας το στέρνο που διαγραφόταν κάτω από το σακάκι της
Ρεμπέκα. Ακτινογραφία σκέτη!
Η Ρεμπέκα δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου και οι
δυο γυναίκες κάθισαν με τα φλιτζάνια στα χέρια, το κεφάλι
σκυμμένο, σαν σε προσευχή.
Η Μαρία ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Την έτσουζαν από την
κούραση. Σήμερα έπρεπε να τελειώνει με την έφεση για την
υπόθεση Στένμαν, έπρεπε να την καταθέσει στη νομική υπη-
ρεσία της νομαρχίας. Ο Μονς θα τη σκότωνε αν του ζητούσε κι
άλλο χρόνο. Ένιωσε καούρα κάπου στο στομάχι. Δεν θα έπινε
άλλον καφέ πριν από το μεσημεριανό. Καθόταν εκεί, σαν πρι-
γκιπέσα σε πύργο, μέρα νύχτα, βράδια και Σαββατοκύριακα,
σ’ αυτό το φανταχτερό γραφείο με όλη τη μακρά του ιστορία,
A S A L A R S S O N