13
Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α
«Μπορώ να ενοχλήσω;»
Ήταν η Μαρία Τομπ. Άνοιξε την πόρτα με τον γοφό της
ισορροπώντας ταυτόχρονα ένα φλιτζάνι καφέ σε κάθε χέρι.
Είχε το κείμενο που είχε εκτυπώσει η Ρεμπέκα κάτω από τη
δεξιά μασχάλη της.
Οι δύο γυναίκες είχαν πρόσφατα πιάσει δουλειά ως δικηγό-
ροι, με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο, στην εταιρεία Μέγιερ
& Ντίτσινγκερ. Το γραφείο βρισκόταν στον τελευταίο όροφο,
σ’ ένα ωραίο κτίριο των αρχών του αιώνα, στην οδό Μπίργερ
Γιαρλ. Στους διαδρόμους υπήρχαν περσικά χαλιά, σχεδόν αντί-
κες, και μερικοί σκόρπιοι ογκώδεις καναπέδες και άνετες πο-
λυθρόνες από γνήσια παλιωμένο δέρμα. Τα πάντα απέπνεαν
κύρος, εμπειρία, χρήμα και επαγγελματική ικανότητα. Ήταν
ένα γραφείο που γέμιζε τους πελάτες με ένα ισορροπημένο
μείγμα ασφάλειας και δέους.
«Όταν θα πεθάνουμε, θα έχουμε τέτοια κούραση, που θα
ευχόμαστε να μην υπάρχει επέκεινα» είπε η Μαρία κι απίθω-
σε το ένα φλιτζάνι στο γραφείο της Ρεμπέκα. «Αλλά αυτό δεν
ισχύει για σένα, Μάγκι Θάτσερ. Πότε ήρθες το πρωί; Ή μάλλον
πήγες καθόλου σπίτι;»
Είχαν μείνει στο γραφείο το απόγευμα της Κυριακής και οι
δυο τους για να δουλέψουν. Η Μαρία είχε φύγει πρώτη.
«Μόλις πριν λίγο ήρθα» είπε ψέματα η Ρεμπέκα και πήρε
την εκτύπωση που της έδωσε η Μαρία.
Η Μαρία βούλιαξε στον καναπέ των επισκεπτών, έβγαλε τα
πανάκριβα δερμάτινα παπούτσια της και κάθισε σταυροπόδι.
«Τι καιρός κι αυτός» είπε.
Η Ρεμπέκα κοίταξε έξω κάπως έκπληκτη. Μια παγωμένη
βροχή σφυροκοπούσε το παράθυρο. Δεν το είχε προσέξει νωρί-
τερα. Δεν θυμόταν αν έβρεχε την ώρα που ήρθε στη δουλειά. Η
αλήθεια είναι πως δεν θυμόταν αν είχε έρθει με τα πόδια ή είχε
πάρει το μετρό το πρωί. Σαν υπνωτισμένο το βλέμμα της καρ-
φώθηκε στο νερό που τυμπάνιζε και κυλούσε πάνω στο τζάμι.