12
A S A L A R S S O N
Τώρα ήταν Δευτέρα. Στην κρεμάστρα της Δευτέρας κρεμόταν
μια ιβουάρ μπλούζα κι ένα κουστούμι μπλε μαρέν μάρκας Μα-
ρέλα. Έφερε τις χτεσινές της κάλτσες στη μύτη. Φοριόνταν και
σήμερα. Είχαν σακουλιάσει λίγο στους αστραγάλους, αλλά αν
τις τέντωνε όμως και τις δίπλωνε λίγο στα παπούτσια δεν θα
φαίνονταν. Απλώς δεν θα έβγαζε τα παπούτσια της σήμερα.
Δεν την ενοχλούσε αυτό. Τα εσώρουχα και οι κάλτσες θα την
ενδιέφεραν αν είχε λόγο να πιστεύει ότι κάποιος θα την έβλεπε
να γδύνεται. Τα εσώρουχά της είχαν πλυθεί πάμπολλες φορές
και είχαν αποκτήσει έναν γκριζωπό τόνο.
Μια ώρα αργότερα καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του
γραφείου. Το κείμενο έρεε σαν βουνίσιος χείμαρρος στο μυαλό,
περνούσε στα χέρια της και ξεχυνόταν από τα δάχτυλα που
πετούσαν πάνω από το πληκτρολόγιο. Το μυαλό χαλάρωνε με
τη δουλειά. Η πρωινή δυσφορία είχε εξαφανιστεί.
Παράξενο, σκέφτηκε. Παραπονιέμαι σαν συζητάω με τους
άλλους νεότερους δικηγόρους ότι η δουλειά με κάνει δυστυχι-
σμένη. Αλλά όταν δουλεύω νιώθω γαλήνη. Σχεδόν χαρά. Όταν
δεν δουλεύω, νιώθω την αγωνία να σέρνεται πάνω μου.
Ο φωτισμός του δρόμου διαπερνούσε με δυσκολία τα με-
γάλα υπέρθυρα. Μπορούσες ακόμη να διακρίνεις τον θόρυ-
βο από το πέρασμα κάποιων μεμονωμένων αυτοκινήτων, αλ-
λά σύντομα ο δρόμος θα αποκτούσε τον υπόκωφο και συνεχή
ήχο της ασταμάτητης κυκλοφορίας. Η Ρεμπέκα έγειρε πίσω
στην καρέκλα και πληκτρολόγησε μια εντολή εκτύπωσης. Έξω
στον διάδρομο με τα σβησμένα φώτα ο εκτυπωτής ξύπνησε
και εκτέλεσε την πρώτη παραγγελία της ημέρας. Ακούστηκε η
πόρτα της εισόδου να κλείνει. Αναστέναξε και κοίταξε το ρολόι
της. Έξι παρά δέκα. Η μοναξιά είχε τελειώσει.
Δεν μπορούσε να ακούσει ποιος είχε έρθει. Τα μαλακά χα-
λιά του διαδρόμου έπνιγαν όλα τα βήματα, αλλά σε λίγο άνοιξε
η πόρτα του γραφείου της.