Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου
Η
Ρεμπέκα Μάρτινσον ξύπνησε με μια βαθιά, σπασμωδική
ανάσα, μόλις ένιωσε σαν κεντρί την ανησυχία στο κορμί
της. Άνοιξε τα μάτια της προς το σκοτάδι. Κάπου ανάμεσα στο
όνειρο και στον ξύπνο ένιωσε έντονα την παρουσία κάποιου
στο διαμέρισμα. Έμεινε ακίνητη κι αφουγκράστηκε, αλλά το
μόνο που κατάφερε ν’ ακούσει ήταν οι χτύποι της καρδιάς της,
που χοροπηδούσε στο στήθος της σαν κατατρομαγμένος λαγός.
Έψαξε στα τυφλά να βρει το ξυπνητήρι πάνω στο κομοδίνο και
βρήκε το μικρό κουμπί που φώτιζε το καντράν. Τέσσερις παρά
τέταρτο. Είχε πέσει για ύπνο πριν από τέσσερις ώρες κι αυτή
ήταν η δεύτερη φορά που ξυπνούσε.
Η δουλειά φταίει,
σκέφτηκε. Δουλεύω πολύ. Γι’ αυτό και οι
σκέψεις μου τα βράδια ακούγονται σαν αλάδωτος τροχός σε
κλουβί χάμστερ.
Το κεφάλι της και ο αυχένας πονούσαν. Πρέπει να έτριζε
τα δόντια στον ύπνο της. Αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα
να σηκωθεί. Τυλίχτηκε με το πάπλωμα και πήγε στην κουζίνα.
Τα πόδια της βρήκαν μόνα τους τον δρόμο, δεν χρειάστηκε ν’
ανάψει το φως. Άναψε την καφετιέρα και άνοιξε το ραδιόφω-
νο. Το σήμα του σταθμού σε μουσική του Μπέλμαν
άρχισε να
επαναλαμβάνεται σαν ψαλμουδιά επίπεδη, ενώ το νερό έπεφτε
αργά στο φίλτρο του καφέ κι εκείνη έκανε ένα ντους.
Άφησε τα μακριά μαλλιά της να στεγνώσουν μόνα τους.
Ήπιε τον καφέ ενώ ντυνόταν. Το Σαββατοκύριακο είχε σιδερώ-
σει και κρεμάσει στην γκαρνταρόμπα τα ρούχα της εβδομάδας.