Τα χρόνια της αθωότητας

[ 11 ] αν είχε συγχρονίσει τηνώρα της άφιξής του µε το διευθυντή σκηνής της πριµαντόνας, δεν θα είχε µπει στην Ακαδηµία σε στιγµή πιο κα- τάλληλη από αυτή που εκείνη τραγουδούσε: «Εκείνος µ’αγαπά –δεν µ’ αγαπά– µ’ αγαπά !» σκορπίζοντας τα πέταλα της µαργαρίτας µε νότες καθάριες σαν δροσοσταλίδες. Εκείνη τραγουδούσε φυσικά «M’ama!» κι όχι «µ’ αγαπά», καθώς έναςαναλλοίωτος και αδιαµφισβήτητος νόµος τουµουσικούκόσµου απαιτούσε οι σουηδοί καλλιτέχνες να τραγουδούν το γερµανικό κείµενο της γαλλικής όπερας µεταφρασµένο στα ιταλικά για να το καταλαβαίνει καλύτερα το αγγλόφωνο ακροατήριο. Αυτόφαινόταν τόσο φυσικό στον Νιούλαντ Άρτσερ όσο όλες οι άλλες συµβάσεις γύρω από τις οποίες είχε διαµορφωθεί η ζωή του. Όπως, για παρά- δειγµα, η υποχρέωση να χρησιµοποιεί δύο βούρτσες µε ασηµένια λαβή και το µονόγραµµά του χαραγµένο µε µπλε σµάλτο για να κά- νει χωρίστρα στα µαλλιά του, όπως επίσης να µην κάνει ποτέ δηµό- σιες εµφανίσεις χωρίς έναλουλούδι (κατάπροτίµησηγαρδένια) στην µπουτονιέρα του. «M’ama… non m’ama…» τραγουδούσε η πριµαντόνα και «M’ama» µε ένα τελικό ξέσπασµα ερωτικού θριάµβου, καθώς πίεζε τη µαδηµένη µαργαρίτα στα χείλη της και σήκωνε τα µεγάλα της µάτιαστηνπερίπλοκηέκφρασητουµικρόσωµουµελαµψούΦάουστ- Καπούλ, ο οποίος, φορώντας ένα εφαρµοστό κρεµεζί βελούδινο γιλέκο και ένα καπέλο µε φτερό, προσπαθούσε επί µαταίω ναφανεί αγνός και αθώος όσο το αθώο θύµα του. Ο Νιούλαντ Άρτσερ ακουµπώντας στον τοίχο στο πίσω µέρος του θεωρείου έστρεψε τα µάτια από τη σκηνή και σάρωσε την αντι- κρινή πλευρά της αίθουσας. Ακριβώς απέναντί του ήταν το θεωρείο της γηραιάς κυρίας Μάνσον Μίνγκοτ, της οποίας η τερατώδης πα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=