Τιμωρός (Pocket)

[ 12 ] Κι όταν με τα πολλά τα ουρλιαχτά της κόπασαν, ο πατέρας του άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, σαν κάτι να του ’χε κάνει την καρ- διά συντρίμμια. Τρόμος και δέος έφραζαν τον λαιμό του αγοριού. Ο καλοσυνάτος, πράος πατέρας του, με το αργό, χαλαρό του χαμόγελο κι αυτό το ύφος σαν να διασκέδαζε μονίμως με κάτι, ο πατέρας αυτός που ουδέποτε ύψωνε τη φωνή, πόσο μάλλον το χέρι του, έκλαιγε γοερά λες και του είχαν μόλις κλέψει ό,τι είχε αγα- πήσει στη ζωή του. Κι έπειτα άκουσε μιαν άλλη, άγνωστη φωνή. Επίμονη. Απάνθρωπη. Σφιγμένη απ’ την οργή. «Σ’ το ξαναλέω για τελευταία φορά» πρόσταξε η φωνή. «Θέλω να βλέπεις». Κι έπειτα ήχοι που δεν έβγαζαν νόημα. Ένας ήχος σαν ξύλο που κόβεται μ’ ένα τσεκούρι. Χραπ… χραπ…. χραπ… Και τα χαμηλόφωνα βογκητά δυστυχίας απ’ την κρεβατοκάμαρα στο βάθος του διαδρόμου να μπλέκονται με τους μεθυσμένους πανηγυρισμούς των ξενύχτηδων του άλλου κόσμου. Όλα έμοιαζαν με όνειρο, με ψέμα. Το αγόρι έγειρε στην πόρτα, με την ανάσα του κοφτή και πνι- χτή, και ξάφνου συνειδητοποίησε πως τα δάκρυα κυλούσαν ποτά- μι στο πρόσωπό του. Κάπου μες στο σπίτι ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει, και ο γνώρι- μος ήχος, η άξαφνη αυτή υπενθύμιση από έναν κόσμο που κατα- νοούσε, τον έκανε να σαλέψει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=