Τιμωρός (Pocket)

[ 11 ] ΠΡΟΛΟΓΟΣ Παραμονή Πρωτοχρονιάς Τ ο αγόρι ξύπνησε απ’ το ουρλιαχτό του πατέρα του. Κάπου στο σκοτεινό βάθος του διαδρόμου, πίσω απ’ την πόρ- τα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του, ο πατέρας του έβγαλε μια κραυγή λες κι ο κόσμος του αίφνης είχε γκρεμιστεί. Το ουρλιαχτό του κουβαλούσε τρόμο, οργή και πόνο, και πριν το αγόρι προλάβει καλά καλά να ξυπνήσει, είχε ήδη πεταχτεί απ’ το κρεβάτι και μισάνοιγε την πόρτα του, ίσα για να κοιτάξει στον σκοτεινό διάδρομο προς την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας, πίσω απ’ την οποία τώρα απλωνόταν μονάχα σιωπή. «Μπαμπά;» Στάθηκε κι άλλο κοιτώντας το σκοτάδι, και οι μόνοι ήχοι ήταν η τραχιά του ανάσα και οι μεθυσμένες φωνές που υψώνονταν απ’ τους δρόμους της πόλης, γιορτάζοντας τον θάνατο μιας ακόμα χρονιάς. Μια καμπάνα σήμανε στο πίσω μέρος του σπιτιού, σαλεύοντας στοναέρα–οβαθύς,ηχηρόςχτύποςτηςτελετουργικήςκαμπάναςστον κήπο της μητέρας του, που σήμαινε, θαρρείς, το τέλος του κόσμου. Και πίσω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαρας στο βάθος του διαδρόμου, βάλθηκε τώρα να ουρλιάζει η μητέρα του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=