Τιμωρός (Pocket)

[ 13 ] Βγήκε απ’το δωμάτιό του, με την καρδιά του να σφυροκοπά, τα πόδια του βαριά και το σώμα του κάθιδρο απ’ τον τρόμο. Απομακρύνθηκε βιαστικά απ’ τους φρικτούς ήχους και προχώ- ρησε στον διάδρομο μέχρι την πόρτα της αδελφής του. Μπήκε μέσα και τη βρήκε καθισμένη στο κρεβάτι, ντυμένη ακόμη με τα ρούχα του πάρτι, με τα μάτια στεγνά και το πρόσωπο πανιασμένο απ’ το σοκ καθώς τα δάχτυλά της, παλεύοντας με το τηλέφωνο, πάτησαν μια φορά τον αριθμό ένα . Τα δυο αδέλφια σήκωσαν μαζί το βλέμμα στο άκουσμα μιας έκρηξης βίας απ’ τη μεριά της κρεβατοκάμαρας. Άγνωστοι, ακατα- νόητοι ήχοι. Μια μάχη απίστευτης αγριότητας, σάρκα και οστά που συγκρούονταν με τοίχους και με το πάτωμα. Υπόκωφοι γδούποι και πνιχτά μουγκρητά. Ο ήχος ενός πλάσματος που πάλευε για τη ζωή του. Είδε την αδελφή του να πατάει το μηδέν . Το αγόρι έκλεισε τα μάτια, κυριευμένο από ζάλη και ναυτία. Θα τέλειωνε όλο αυτό, δεν μπορεί. Θα ξυπνούσε κι ο εφιάλτης θα ’χε περάσει. Μα ανοίγοντας τα μάτια, ένιωσε πως αυτό που ζού- σε ήταν ό,τι πιο αληθινό είχε νιώσει στη ζωή του. Τα χέρια της αδελφής του έτρεμαν καθώς πατούσε το τελευταίο ψηφίο – ένα ακόμα μηδέν . Ο σκύλος γάβγιζε μανιασμένα. Κι έπειτα βήματα βαριά να πλησιάζουν απ’τον διάδρομο, δίχως την παραμικρή προσπάθεια να μην ακουστούν. Να ’ρχονται καταπάνω τους. «Την πόρτα!» ούρλιαξε η αδελφή του, και το αγόρι άπλωσε το χέρι και την κλείδωσε με μια απελπισμένη κίνηση. Έπειτα πισωπάτησε, κοιτώντας την κλειδωμένη πόρτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=