Ο λυτρωτής

Ο Λ Υ Τ Ρ Ω Τ Η Σ 23 μωρά, γιατί οι γυναίκες της πόλης σταμάτησαν να γεννούν απ’ όταν άρχισε η πολιορκία. Είχε δουλέψει ως παιδί για θελήματα στο νοσοκομείο, είχε μάθει να αγνοεί τους θορύβους, τα ουρλια­ χτά και τις ομοβροντίες του πυροβολικού. Όμως όχι τις μυρω­ διές. Ειδικά μια μυρωδιά, ξέχωρα απ’ όλες τις άλλες. Στους ακρωτηριασμούς οι χειρουργοί έκαναν πρώτα μια τομή στη σάρ­ κα μέχρι να φτάσουν στο κόκαλο και, πριν προχωρήσουν, για να μην πεθάνει ο ασθενής από αιμορραγία, καυτηρίαζαν με κάτι που έμοιαζε σαν πυρωμένο σίδερο τα αιμοφόρα αγγεία, ώστε να κλείσουν. Αυτή η μυρωδιά από καμένη σάρκα και αίμα δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Ένας γιατρός βγήκε στον διάδρομο και έκανε νόημα σ’ αυ­ τόν και στη μητέρα του να περάσουν. Πλησιάζοντας προς το κρεβάτι, δεν τόλμησε να κοιτάξει κατάματα τον πατέρα του. Στύλωσε το βλέμμα στο μεγάλο, σκουρόχρωμο χέρι του πατέ­ ρα, που είχε αρπάξει το στρώμα και προσπαθούσε, όπως φαι­ νόταν, να το σκίσει στα δύο. Θα το έσκιζε, γιατί εκείνα τα χέ­ ρια ήταν τα πιο δυνατά σε όλη την πόλη. Ο πατέρας του λύγιζε ατσάλι, αυτή ήταν η δουλειά του. Πήγαινε στην οικοδομή, αφού είχαν τελειώσει οι χτίστες, χούφτωνε με εκείνα τα μεγάλα χέ­ ρια του τις μπετόβεργες που προεξείχαν και με μια γρήγορη, εξασκημένη κίνηση τις λύγιζε, τις έστριβε και τις έπλεκε μετα­ ξύ τους. Τον είχε δει μια φορά. Λες και έστυβε βρεγμένη πε­ τσέτα. Δεν είχε βρεθεί ακόμη μηχάνημα που να κάνει καλύτερα αυτή τη δουλειά. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια όταν άκουσε τον πατέρα του να ουρλιάζει με πόνο και αγωνία. «Βγάλτε έξω το παιδί!» «Μα αυτός ζήτησε…» «Έξω!» «Η αιμορραγία σταμάτησε. Ξεκινάμε!» φώναξε ο γιατρός. Κάποιος τον άρπαξε από τις μασχάλες και τον σήκωσε στον αέρα. Πάλεψε να ξεφύγει, αλλά ήταν πολύ μικρός, πολύ ελαφρύς. Και τότε ένιωσε εκείνη τη μυρωδιά. Καμένη σάρκα και αίμα. Το τελευταίο που άκουσε ήταν η φωνή του γιατρού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=