Ο άχρηστος Δημήτρης

O ΑΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ 11 μικρό θερμοκήπιο» για ν’ απαντήσει ότι περνούσα όχι για να τον δω, αλλά για να ζεσταθώ. – Το ξέρω ότι έρχεσαι για τη θαλπωρή, είπε. Έλα, πέρνα να γνωρίσεις κι ένα παιδί! Δήλωσα ότι δεν θα έμενα πολύ, προφασίστηκα ότι ήμου- να περαστικός και μάλιστα πρότεινα να φύγω αμέσως. – Είσαι με τα καλά σου, διαμαρτυρήθηκε. Πρέπει οπωσ- δήποτε να τον δεις! Πρώτα το χολ, στ’ αριστερά η κουζίνα, στα δεξιά το σα- λονάκι και συνεχόμενη με το σαλονάκι η κρεβατοκάμαρα. Όλα τα δωμάτια σε παράταξη και το μπάνιο φάτσα στην είσοδο, έτσι ώστε καθώς έμπαινες στο σπίτι, το πρώτο που αντίκριζες ήταν ένας φεγγίτης. Το μπάνιο όμως ήταν σκο- τεινό, η κουζίνα σκοτεινή και το σαλονάκι άδειο. – Στην κρεβατοκάμαρα, μου έδειξε. Τηλεφωνάει στην καλή του. Κάθισα στον ξύλινο καναπέ κι ο Λάκης απέναντί μου, στη μόνιμη θέση του, στο μικρό, στενό κρεβάτι που χρησί- μευε για να κοιμάται κι ο αδελφός του, όταν κατέβαινε από το Όρος. Τον αδελφό του δεν τον ήξερα. Ήξερα, όμως, μερι- κούς άλλους που είχαν μέχρι τότε κοιμηθεί στο κρεβατάκι και κυρίως θαύμαζα την άνεση με την οποία ξάπλωνε κι ο Λάκης εκεί, πάνω στα μαξιλάρια και στα μαξιλαράκια που του είχαν κεντήσει διάφορες φίλες και συγγένισσες, μεσή- λικες κυρίες οι περισσότερες και θύματα όλες του ωραίου του χαμόγελου. Από τη θέση του στο κρεβατάκι και ξαπλωμένος, όπως ήταν, ο Λάκης άπλωνε συνήθως το χέρι του στο στρογγυλό τραπεζάκι δίπλα του και για τον εαυτό του έβαζε κονιάκ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=