Ο άχρηστος Δημήτρης

10 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ μιση χρόνο που γνωριζόμαστε, είχε αλλάξει σπίτι δύο φο- ρές και πολύ σύντομα οι φίλοι επρόκειτο να τον βοηθήσουν σε μία ακόμη μετακόμιση. Πήγαινα απρόσκλητος, μπορεί και να μην πολυπίστευα ότι θα τον έβρισκα εκεί, αλλά με τραβούσε η προσδοκία της ζεστασιάς, με τον καφέ, το τσιγάρο και τον Λάκη να μιλάει με τον ιδιαίτερο τρόπο του για τα πάντα και για το τίποτα. Δεν είχα καταφέρει ούτε να του τηλεφωνήσω. Στο μοναδι- κό περίπτερο πoυ έμενε ανοιχτό, έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού, στο τηλέφωνο κρεμόταν ένας φαντάρος και δί- πλα του περίμεναν τη σειρά τους μερικοί άλλοι – όλοι λο- κατζήδες από αυτούς πoυ άδειαζαν τότε τα πράσινα λεω- φορεία του Μεγάλου Πεύκου και πλημμύριζαν την πλατεία. Είναι ζήτημα αν, εκείνη την ώρα, υπήρχε άλλος πολίτης εκεί κοντά. Το κρύο, η βροχή και ο φόβος για τον ντροπαλό Ταξίαρχο πoυ κυβερνούσε απ’ το παρασκήνιο κρατούσαν τον κόσμο μουδιασμένο στα σπίτια ή τον έστελναν σε μέρη πυκνοκατοικημένα και πολυσύχναστα. Έφτασα στην πολυκατοικία τη στιγμή πoυ έμπαινε «ο ιερωμένος του ισογείου». Τον είχαμε συναντήσει με τον Λάκη κάμποσες φορές στην είσοδο, κι επειδή πρόλαβα την πόρτα ανοιχτή, μπήκα κι εγώ, χωρίς να χτυπήσω κουδούνι. Στο κεφαλόσκαλο, με τα ράσα ακόμα ανασηκωμένα, λίγο πριν στρίψει στον διάδρομο, γύρισε και με λοξοκοίταξε, αλλά έκανα πως δεν τον πρόσεξα και χώθηκα στο ασανσέρ. Ο Λάκης με υποδέχτηκε με τη ρόμπα. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο και κρύωνε. Παραπονιόταν συνήθως για το διαμέρισμα πoυ εκεί, στα «ύψη», ήταν «ένα ψυγείο», ενώ εγώ του έλεγα ότι, σε σύγκριση με το δικό μου, ήταν «ένα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=