Ο άχρηστος Δημήτρης

12 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ Σε αυτές τις περιπτώσεις ζητούσα καφέ, αλλά καφέ ο Λά- κης δεν πολυέπινε και το τσιγάρο το είχε κόψει πριν από χρόνια. – Θα πιεις κι εσύ κονιάκ, σου έλεγε ο Λάκης, με τον καφέ θα μας ντουμανιάσεις. Και πράγματι, όταν ήθελε συντροφιά στο ποτό, δεν πε- ρίμενε ν’ απαντήσεις. Σου γέμιζε ένα ποτήρι κι έβρισκε τρόπο να σε κάνει να το πιεις. Τα ποτήρια του κονιάκ ήταν μόνιμα αναποδογυρισμένα σ’ ένα γιαπωνέζικο μαυριδερό δισκάκι. Κολλητά στο δι- σκάκι, ένα ετοιμόρροπο πορτατίφ σε σχήμα παγόδας, τα κομπολόγια του Λάκη από αγιορείτικο κεχριμπάρι, μπο- μπονιέρες που είχαν γίνει τασάκια και μπολάκια και δεν ξέρω τι άλλο, και όλα στριμωγμένα στο στρογγυλό τραπε- ζάκι, δίπλα του. Τι σόι πράγμα ήταν αυτό καθεαυτό το στρογγυλό τρα- πεζάκι μού το είχε δείξει με περηφάνια ο ίδιος ο Λάκης την πρώτη φορά που μ’ έμπασε στο σπίτι του, τότε που έμενε στο Κουκάκι. Φαινόταν σπουδαίο, αλλά στην πραγματικό- τητα επρόκειτο για ένα τετράγωνο κασόνι πάνω στο οποίο είχε καρφώσει μια στρογγυλή, λουλουδάτη φορμάικα. Και τα δύο, και το κασόνι και τη φορμάικα, τα είχε μαζέψει από τα σκουπίδια της γειτονιάς και τα σκέπαζε μ’ ένα παλιό και ωραίο τραπεζομάντιλο, το «αντιμήνσιον». Κι επειδή το αντιμήνσιο, με ή και χωρίς«νι» ήταν σχετικά μικρό, έστρωνε από κάτω κι ένα άλλο τραπεζομάντιλο, ένα πολυκαιρισμέ- νο κοκκινωπό ύφασμα από βελούδο, που έφτανε μέχρι το πάτωμα και σκέπαζε τελείως τα σκουπίδια. Το βελούδο το είχε βρει στα παλιατζίδικα κι ένα κομμάτι που περίσσεψε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=