Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

38 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ δάκρυά του, αλλά πού το περίεργο μέσα στην ώρα της απόλυτης παράνοιας; Όλα κόκκινα γύρω του, τα ερείπια, τα πτώματα, τα χόρτα, τα καμένα σπίτια, η θάλασσα στο βάθος, κόκκινα, όλα κόκ- κινα και τα βουνά ματωμένα, κόκκινα, αίμα έσταζε παντού, αίμα ρουφούσαν τα πάντα. Τον έσπρωχναν οι άλλοι επιζώντες, όλοι λαβωμένοι, έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από ανοιγμένους τάφους –και έτσι ήταν–, τον έσπρωχναν και έκανε δυο μεθυσμένα βήματα, ενώ τους άκουγε που τον παρότρυναν να βαδίσει: «Πάνε αυτοί… εμείς τώρα… να σω- θούμε… τρέχα…» τέτοια του ’λεγαν για να πάρει τα πόδια του, να σωθεί, λόγια που δεν καταλάβαινε, κουβέντες που και κείνοι δεν εννοούσαν. Έβλεπε το άγνωστο παλικάρι να κατεβαίνει από το Κάστρο μέχρι το λιμάνι κρατώντας μια ματωμένη σπάθα που είχε αρπάξει από το χέρι σκοτωμένου εχθρού. Να περνάει ανάμεσα από κουφά- ρια, να πατάει αλύπητα πάνω σε σκοτωμένους, να αποτελειώνει πληγωμένους, θυμόταν τον γλυκό –ναι, γλυκός ήταν!– ήχο που έκα- νε η σπάθα καθώς την έμπηγε, και την έμπηγε πάλι και πάλι σε στέρνα, σε κοιλιές, λαιμούς, χέρια, γόνατα, πλάτες. Συνέχεια, συ- νέχεια σε ό,τι και όπου έβρισκε. Πίδακας το αίμα, πολλές φορές έφτανε ως τα χείλη του, το έγλειφε, το γευόταν…Ώστε έτσι είναι το αίμα του οχτρού… κανονικό σαν το δικό τους… Τον έβλεπε να μονομαχεί με ζωντανούς, οι Τουρκαλβανοί ακό- μη έπαιρναν κεφάλια χωρίς διάκριση. Κι άλλα κεφάλια, πολλά, αμέ- τρητα, γιόμιζε ο δρόμος τους προς τη θάλασσα, ο μουλιασμένος από αίμα, γιόμιζε κεφάλια και σαρίκια, ένα μάλιστα κύλησε για κάμποση ώρα, κόντεψε να φτάσει στην άκρη, στο κύμα. Ίσως και να ’θελε να ξεπλυθεί, ποιος ξέρει…Όμως το δικό του κεφάλι δεν το έπαιρναν, αστοχούσαν ή δεν προλάβαιναν, παρέμενε ζωντανός από τύχη και μόνο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=