Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

39 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε Και τις νύχτες, χρόνια αργότερα, όταν ύπνος δεν τον έπιανε, έβλεπε τα γαλάζια μάτια ενός παιδιού που δεν θα ’ταν πάνω από δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, ενός αμούστακου, ξανθού παιδιού, που δεν έμοιαζε με τους εχθρούς και ποιος ξέρει από ποιας μάνα την αγκαλιά να το ’χαν αρπάξει. Ορμούσαν κατά πάνω του τα έντρομα μάτια καθώς αυτός του άνοιγε το κεφάλι στη μέση και όλη η πλάση σκεπαζόταν από εκείνο το γαλάζιο γιομάτο φρίκη βλέμμα, όσην ώρα αυτός, ο Αγγελής, ο γιος της Μαρώς, ο φιλήσυχος και ονειροπαρ- μένος νεαρός, προσπαθούσε να τραβήξει τη σπάθα του που παρέ- μενε σφηνωμένη στο κρανίο του παιδιού. Κι ύστερα, εκείνος ο άγνωστος Αγγελής, στηριγμένος σε κάτι σαν μαγκούρα –πού το βρήκε, πώς το σκέφθηκε, άγνωστο–, περπα- τούσε τσαλαπατώντας ανοιγμένες κοιλιές, γλιστρούσε σε πηχτά αίματα και κατευθυνόταν ακολουθώντας τους άλλους προς τα πλοία στο λιμάνι. Μπήκε στο ένα από τα τέσσερα που μπόρεσαν να κινήσουν, τα άλλα δεν είχαν πηδάλια και, καθώς ανοίγονταν στο ήρεμο πέλαγος, κοιτούσε τον ουρανό πέρα μακριά, πάνω από το νησί τους, τον ουρανό που έστεκε κατακόκκινος, ματωμένος και εκείνος. Μακάρι να ’χαν πεθάνει όλοι τους, μακάρι να μη ζούσαν, μακάρι και το δικό τους αίμα να είχε χυθεί στη λατρεμένη γη των προγόνων.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=