Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

Ψαρά, Ιούνιος 1824 Ο Αγγελής δεν θυμόταν πώς είχε σωθεί από τον χαλασμό. Στα κατοπινά χρόνια, όταν οι στιγμές εκείνες ορμούσαν καταπάνω του χωρίς να τις καλεί, έβλεπε ένα παλικάρι να βγαίνει από τα χαλά- σματα του κάστρου, να βγαίνει από την κόλαση την ίδια. Σκισμένα ρούχα, κάτασπρα από τη σκόνη μαλλιά και τσίνορα, τα μάγουλα πιτσιλισμένα με αίμα. Τίνος αίμα άραγε; Ποιου σκοτω- μένου από όλους; Ή μήπως το δικό του; Τον έβλεπε να παραπατάει πάνω σε πέτρες και βράχους, να δρασκελίζει στοιβαγμένα άψυχα κορμιά, να προσπαθεί ν’ ανοίξει δρόμο ανασηκώνοντας ανθρώπινα μέλη που ακόμη άδειαζαν από το αίμα, να παραμερίζει κομμένα κεφάλια με γουρλωμένα μάτια, ξεσκισμένα γυναικεία στήθια, παλάμες ανοιχτές που έμοιαζαν να τον ικετεύουν για κάτι. Στα αυτιά του βούιζαν μπιστολιές και κραυγές, βογκητά και πα- ράξενα μουρμουρητά, ενώ μάταια, καθώς προχωρούσε πάνω στους σκοτωμένους, μπορεί και λαβωμένους, συντοπίτες του, αναζητούσε με το βλέμμα τον Αντώνη, κι ας τον είχε δει να τινάζεται στον αέρα και να διαλύεται · αναζητούσε τη μάνα του, κι ας ήταν βέβαιος πως είχε πεθάνει πριν το κακό · τον καπετάνιο και τους συμπολεμιστές του. Μόνο την Αυγουστίνα δεν θυμόταν να αναζητήσει, στο τρελα- μένο του μυαλό μέσα η αδελφή του καθόταν πάνω σε ένα λευκό σύννεφο και αρμένιζε αμέριμνη στον ουρανό. Θόλωναν κάθε τόσο τα μάτια κι έπρεπε να τα σκουπίζει με τις βρόμικες παλάμες του για να δει, αυτή η κίνηση έβαφε κόκκινα τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=