Page 19 - ERASTHS_LAIDH_TSATERLI

Basic HTML Version

Ν Τ . Χ . Λ Ο Ρ Ε Ν Σ
20
Με τη στωικότητα που ’χει η νιότη ζύγισε µε µια µατιά της την
απόλυτη και άψυχη ασχήµια των Μίντλαντς µε το κάρβουνο και
το χάλυβά τους, και όλα την απώθησαν για ό,τι ακριβώς ήταν:
αδιανόητα, ανάξια για δεύτερη σκέψη. Μέσα στα µάλλον
µελαγχολικά δωµάτια του Ράγκµπι µπορούσε να ακούσει το
κροτάλισµα που έκαναν τα κόσκινα στο ορυχείο, την ανάσα της
αντλίας, τους µεταλλικούς κρότους των βαγονέτων που άλλαζαν
ράγες και το σύριγµα των ατµοµηχανών που κουβαλούσαν κάρ­
βουνο κι ανθρακωρύχους. Οι σωροί από τις εκβολάδες του Τέ­
βερσαλ καίγονταν, χρόνια τώρα, και για να σβήσει η φωτιά θα
’πρεπε να ξοδέψουν χιλιάδες λίρες. Μοιραία λοιπόν έπρεπε να
καίγονται. Κι όταν ο άνεµος γυρνούσε κατά το µέρος του σπιτιού
–πράγµα που συνέβαινε συχνά–, γέµιζε απ’ άκρη σ’ άκρη από
αυτή την µπόχα από το ξέρασµα της γης που καιγόταν σαν το
θειάφι. Ακόµα όµως και τις µέρες που επικρατούσε άπνοια, µια
υποχθόνια µυρωδιά πλανιόταν στην ατµόσφαιρα: θειάφι, λιθάν­
θρακας, σκουριά ή βιτριόλι. Μέχρι και πάνω στα ασπρολούλουδα
του ελλέβορου η καπνιά έπεφτε ασταµάτητα –δεν το χωρούσε ο
νους– σαν µαύρο µάννα από ουρανούς της Αποκάλυψης.
Έτσι ήταν η κατάσταση: αναπόφευκτη, όπως κι όλα τ’ άλλα!
Εξαιρετικά δυσάρεστη, πραγµατικά, και ποιος ο λόγος να την
πολεµήσεις; Και να ’θελες να τη διώξεις µακριά, δεν θα
µπορούσες. Τραβούσε τον δικό της δρόµο και το ίδιο έκανες κι
εσύ, κι η ζωή, σαν όλα τ’ άλλα. Μέσα στη χαµηλωµένη µαύρη
συννεφιά της νύχτας, κοκκινωπές κηλίδες φλέγονταν στον ορί­
ζοντα, τρέµοντας σαν τα κεριά, τριζοβολούσαν, φλέγµαιναν
και ξεφούσκωναν σαν εγκαύµατα που προκαλούν οδύνη. Τα
καµίνια. Στην αρχή, ασκούσαν στην Κόνι µια φρικτή σαγήνη.
Την έκαναν να νιώθει πως ζούσε κάτω από τη γη. Ύστερα τα
συνήθισε. Όταν ξηµέρωνε η µέρα, ερχόταν η βροχή.
Ο Κλίφορντ διατεινόταν ότι προτιµούσε το Ράγκµπι απ’ το
Λονδίνο. Το µέρος είχε µια τραχιά αποφασιστικότητα ολότελα