Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Τρίτος Τόμος

18 AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ – Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ 5η ἀλλάσσω). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αλλά, αλλιώς, αλλού, άλλοτε, άλλωστε, αλλάζω, αλλαγή, αλλιώτι- κος, άλλοθι, αλλοιώνω, αλλοτριώνω, αλλαξοπιστία, αλλεπάλληλοι, αλλεργία, αλληγορία, αλλήθωρος, αλληλεγγύη, αλληλεπίδραση, αλληλογραφία, αλληλοεκτίμηση, αλληλοθαυμα- σμός, αλληλουχία, αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόκοτος, αλλοπρόσαλλος, αλλοφροσύνη, ανταλλάσσω, απαλλάσσω, διαλλακτικός, εναλλακτικός, έξαλλος, παραλλαγή, συναλλάσσο- μαι, συνάλλαγμα. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀλλότριος, ἀλλοῖος, ἕτερος. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἴδιος, οἰκεῖος, ὁ αὐτός. καλουμένη (καλῶ): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ρίζα καλ-, με μετάθεση > κλα- και με έκταση > κλη-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: κάλεσμα, καλεσμένος, κλήση, κλητήρας, κλητεύω, κλήτευση, κλητικός, κλητική (η), κλητό, ανακαλώ, ανάκληση, αντίκλητος, αποκαλώ, εγκαλώ, έγκληση, έγκλημα, εγκληματικός, έκκλη- ση, εκκλησία, εκκλησιάζομαι, εκκλησιαστικός, επικαλούμαι, επίκληση, μετακαλώ, αμετάκλη- τος, παρακαλώ, παράκληση, παρακάλια, παρακλητικός, προκαλώ, πρόκληση, προκλητικότη- τα, προκλητικός, απρόκλητος, προσκαλώ, πρόσκληση, προσκλητήριο, απρόσκλητος, συγκα- λώ, σύγκληση, σύγκλητος, συγκλητικός, αυτόκλητος, ετερόκλητος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ὀνομάζω, προσαγορεύω, φωνῶ. πλειόνων (πλείων, συγκριτικός βαθμός του επιθ. πολύς) . ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: πλεῖον < πολὺς < θέμα πολ- του πίμπλημι· θέματα του πίμπλημι: α) ισχυρό πλη-, β) ασθενές πλᾰ-, γ) πλε-, με μετάπτω- ση, δ) πολ- με μετάπτωση και ετεροίωση του ε σε ο. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: 1) πολύς, πολλαπλασιάζω, πολλαπλός, πολυαγαπημένος, πολυάριθμος, πολυκαιρία, πολυκατοικία, πολυμαθής, πολυ- λογάς, πολύπλευρος, πολύπλοκος, πολυτελής, πολύχρωμος κ.ά.π. 2) πλέον, πλεονάζω, πλε- ονασμός, πλεονέκτημα, πλεονέκτης, πλειοδότης, πλειο(νο)ψηφία. 3) πλείστος, πλειστηρια- σμός, πλειστόκαινος. 4) (από το πίμπλημι:) πλήθος, πληθυντικός, πληθυσμός, πληθωρικός, πλήρης, πλήρωμα, πληρώνω, πληροφορώ, απλήρωτος, άπληστος, άπλετος (= αυτός που ξε- περνά το μέτρο), αναπληρώνω, εκπληρώνω, ξεπληρώνω, συμπληρώνω, ακριβοπληρώνω, κακοπληρωτής, χρυσοπληρώνω. κωμῶν (κώμη): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: πιθανόν από την ίδια ρίζα από την οποία και το ρ. κεῖμαι. ΕΤΥΜ. ΟΙ- ΚΟΓ.: κωμόπολη, κώμος, κωμικός, κωμικοτραγικός, κωμωδία, κωμωδός, κωμωδοποιός, κω- μωδιογράφος, κώμα, κωματώδης. τέλειος: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ουσιαστικό τὸ τέλος. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αποτέλεσμα, αποτελεσματικός, αναποτελεσματικός, τέλος, ατελής, ατέλεια, τέλειος, τελεία, τελειοποίηση, τελείως, τελείωση, τελειωτικός, τέλεση, τελεστής, τελεστικός, τελετή, τελικός, αυτοτελής, εκτέλεση, εκτελεστής, εκτελεστικός, εντέλεια, εντελέχεια, εντελώς, επιτέλεση, ευτελής, ημιτελής, ιδιοτελής, ισοτέλεια, πολυτέλεια, πολυτελής, συντέλεια, συντελεστής, τελωνειακός, τελωνείο, τελώνης, υποτελής. πέρας: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: περάτωση, αποπεράτωση, πέρα, πέραση, περατής, πέρασμα, συμπέρασμα, περασιά, περαστός, περαστικός, πεπερασμένος, πόρος, πορεία, πορθμείο, πόρισμα, βιοπορι- σμός, άπειρος. αὐταρκείας (αὐτάρκεια): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αὐτὸς + ἀρκέω -ῶ. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: (α’ συνθετικό) αυτόματος, αυτόχθων, φιλαυτία, εαυτός, ταυτότητα· (β΄ συνθετικό) αρκετός, επαρκής, επάρκεια, αυτάρκης. ἔπος, εἰπεῖν: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από θέμα Fεπ- > εἰπ- (λέγω)· άλλα θέματα: λέγ-, Fερε-, ἐρε-, Fρε- > ῥε- > ῥη-, Fερ-: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: έπος, επικός, επύλλιο, καλλιέπεια, καλλιεπής, αμετροεπής, αμετροέ- πεια· από τα άλλα θέματα: λέξη, λέξημα, λεξικό, διαλογικός, δυσλεξία, ιδεολόγημα, λογάριθ- μος, λογικός, λόγος, πολυλογάς, φιλόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό, ρήτορας, ρήτρα, απόρρητος, άρρητος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: λόγος, ἀγόρευσις, διήγησις. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: σιωπή. γινομένη (γίνομαι < γίγνομαι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: θέματα του γίγνομαι: γεν-, γν- (με αποκοπή του ε), γον- (με μετάπτωση του ε σε ο), γενη- (από τη ρίζα γεν- με το πρόσφυμα ε, που εκτείνεται σε η). Προσοχή: γένεσις < γίγνομαι, ενώ γέννησις < γεννάω -ῶ. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: γίνομαι, γενέθλια (τα),

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=