Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Τρίτος Τόμος

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 17 ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ H ΠΟΛΙΣ 16η τάσταση, ανυπόστατος, ασταθής, άστατος, αστάθμητος, ευσταθής, ευστάθεια, ναύσταθμος, στα- διοδρομώ, θερμοστάτης, ορθοστάτης, ορθοστασία, πρωτοστατώ, πρωτοστάτης, χοροστατώ. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: σύνειμι. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: διασκεδάννυμαι. δοκοῦντος (δοκέω -ῶ) : ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ρίζα δεκ- και με μετάπτωση δοκ-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: δόξα, δοξά- ζω, δοξασία, δοξαστικός, δόγμα, δογματικός, δογματίζω, δογματισμός, δοκιμάζω, δοκιμασία, δοκιμή, δοκιμαστής, δοκιμαστήριο, δοκιμαστικός, δοκίμιο, δοκιμιακός, δόκιμος, δοκησίσοφος, δοκιμιογράφος, δοκιμιογραφία, δοξολογώ, δοξολογία, αδόκητος, απροσδόκητος, αποδοκιμα- σία, αποδοκιμάζω, ένδοξος, άδοξος, επιδοκιμασία, επιδοκιμάζω, επίδοξος, εύδοξος, Ευδοξία, ευδοκιμώ, ευδόκιμος, αδόκιμος, ομόδοξος, ετερόδοξος, προσδοκώ, προσδοκία. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: νομίζω, ὑπολαμβάνω, ἡγοῦμαι, οἴομαι, δοξάζω, φρονῶ, γιγνώσκω, φαίνομαι. χάριν (χάρις): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: χαίρω < ρίζα χαρ-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: χάρη, χαρά, χάρμα, χαρμόσυνος, χαίρομαι, χαρίζω, χάρισμα, χαρισάμενος, χαρισματικός, χαριστικός, χαριτωμένος, χαριεντίζο- μαι, χαριεντισμός, χαρωπός, χαροκόπος, χαριτολογώ, χαριτολόγημα, χαροποιώ, χαροποιός, (κατα)χαρούμενος, αχάριστος, άχαρος, ευχάριστος, περιχαρής, πρόσχαρος, συγχαίρω, συγχα- ρητήρια, συγχαρητήριος, αιμοχαρής, πολεμοχαρής, υδροχαρής. πράττουσι (πράττω/πράσσω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: θέμα πραγ- + πρόσφυμα -j + κατάληξη -ω. ΕΤΥΜ. ΟΙ- ΚΟΓ.: πράξη, πράγμα, πραγματικότητα, πραγματικός, πράγματι, πραγματεία, πραγματώνω, πρα- κτικός, πραματευτής, πραγματογνώμονας, πραγματοποιώ, πράκτορας, πρακτορείο, πραξικό- πημα, πραξικοπηματικός, απραξία, άπρακτος, πολυπράγμων, αντίπραξη, διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτής, αδιαπραγμάτευτος, διαπράττω, δυσπραγία, εισπράττω, εισπράκτορας, συ- μπράττω, σύμπραξη, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πολυπραγμοσύνη. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ποιῶ, τελῶ, ἐπιτελῶ, δρῶ, ἐργάζομαι. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀπρακτῶ, ἀργῶ, ἀδρανῶ, κάθημαι. δῆλον (δῆλος): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ρίζα δηF- του δῖος (= θεϊκός). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: δήλωση, δηλώνω, δηλω- τικός, δηλαδή (δῆλα + δή), αδήλωτος, διαδήλωση, αντιδιαδήλωση, εκδηλώνω, εκδηλωτικό- τητα, υποδηλώνω, υποδήλωση. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: φανερός, ἐμφανής, σαφής, ἐναργής. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἄδηλος, ἀφανής, ἀδιόρατος. στοχάζονται (στοχάζομαι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στόχος, από ρίζα στεχ- ή σταχ-, που μπορεί να είναι συγ- γενική με τη ρίζα στιγ- του στίζω. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: στόχος, στοχασμός, στοχαστής, στόχαστρο, στοχεύω, στόχευση, άστοχος, αστοχία, αστόχαστος, εύστοχος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: (με τη σημασία που έχει το ρήμα στο κείμενο): σκοπεύω, στοχεύω. κυριωτάτου, κυριωτάτη (κύριος): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: κῦρος (= δύναμη). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: κύριος, κυριεύω, κυρίευση, κυρίως, κυριότητα, κυριολεκτώ, κυριολεξία, κυριολεκτικός, άκυρος, ακυρωτικός, έγκυρος, εγκυρότητα, (επι)κυρώνω, (επι)κύρωση. περιέχουσα (περιέχω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: περὶ + ἔχω < θέμα σεχ- > ἑχ- (με τροπή του σ σε δασεία) > ἐχ- (με ανομοίωση της δασείας: έγινε ψιλή, επειδή ακολουθεί το δασύ χ) > σχ- (και: σεχ- > σχε- > σχη-). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: έχω, έξη, σχετικός, (ακατ)άσχετος, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχήμα, σχημα- τίζω, σχολή, σχολαστικός, σχολείο, ανέχομαι, ανεξίκακος, ανακωχή (< ἀνοκωχή), αντέχω, απο- χή, εξέχω, εξοχή, ενοχή, εποχή, επίσχεση, κατέχω, κατάσχεση, μετέχω, μέθεξη, παρέχω, αντι- παροχή, περιέχω, περιοχή, περιεκτικός, προέχω, προεξέχω, προσέχω, προσεχής, πρόσχημα, συμμετέχω, συνεκτικός, συνεχής, συνοχή, συσχετίζω, υπερέχω, υπέροχος, εχέμυθος, ενέχυρο, εκεχειρία, οχυρός, απροσεξία, ευεξία, καχεκτικός, πλεονέκτης, μειονεκτώ, ευωχία, (απ)ασχο- λούμαι, απασχόληση, κακουχία, νουνεχής, αδειούχος, αξιωματούχος, αριστούχος, γηπεδού- χος, διπλωματούχος, εκατομμυριούχος, κυπελλούχος, οικοπεδούχος, πολιούχος, προνομιού- χος, πτυχιούχος, ταλαντούχος. ἄλλας (ἄλλος): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ρίζα ἀλλ- (από την οποία και τα ἀλλά, ἀλλοῖος, ἀλλότριος, ἀλλήλων,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=