Αντι-θεά (Ο πόλεμος της θεάς 1)

[ 6 ] «Καλύτερα να σταματήσουμε» είπε εκείνος. Η απόμακρη φωνή του μαρτυρούσε πως ο ίδιος είχε ήδη σταματήσει. Τα πόδια της έκαναν άλλα πέντε βήματα, με το σκούρο τζιν να καίει τα γόνατά της · έτσι, από αντίδραση. Ύστερα κλότσησε την άνυδρη άμμο και η σκόνη πετάχτηκε τριγύρω μαζί με μικρές πέτρες, κάνοντας ίσως κάπου εκεί κοντά μια σαύρα έξαλλη. «Εδώ είναι». «Πώς το ξέρεις;» τη ρώτησε. «Θέλω νερό». Του πέταξε το δερμάτινο ασκί δίχως να κοιτάξει και αφου­ γκράστηκε το υγρό που κατέβαινε αργά στον λαιμό του. Της το πέταξε πίσω και ήπιε κι αυτή μια γουλιά. Ένιωσε άλλο ένα φτε­ ρό κουκουβάγιας να ξεφυτρώνει στον φάρυγγά της και να τινά­ ζεται οδυνηρά καθώς περνούσε από πάνω του το νερό. Που ήταν κι αυτό απαίσιο. Χλιαρό, με γεύση σκόνης. Τέντωσε τα μπράτσα και κοίταξε τον ήλιο. «Πάλι καλά που δε μας καίει ο ήλιος». Όταν θα άφηναν την έρημο πίσω τους, το δέρμα τους θα είχε το ίδιο χρώμα που είχε στην αρχή, παρά την τόση έκθεση στον ήλιο. Έριξε μια ματιά στο τζιν του, στο στενό μπλουζάκι του, κι ύστερα κοίταξε τους καρ­ πούς της με τα τατουάζ και το λεπτό μαύρο τοπ της. Μια σκιά πέρασε από πάνω τους: γύπας. Ξεφύσησε περιφρονητικά. «Δες. Θα νομίζει πως είμαστε τίποτα παιδιά που χάθηκαν γυρνώντας από ρέιβ πάρτι. Εύκολη λεία. Απογοήτευση που τον περιμένει…» Εκείνος έφερε το χέρι στα μάτια και κοίταξε ψηλά. Γέλασε. «Λες; Μακάρι να γυρνούσαμε από ρέιβ πάρτι. Την άλλη φορά που θα με σύρεις στην έρημο, το καλό που σου θέλω να είναι για μουσική και ραβδιά που φωσφορίζουν. Όχι για μια θεά που μάλλον δεν είναι καν εδώ. Δώσε μου πάλι εκείνο το αηδιαστικό υγρό».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=