Αντι-θεά (Ο πόλεμος της θεάς 1)

[ 7 ] « Είναι εδώ. Δεν την αισθάνεσαι; Δεν έχει αρκετή ενέργεια για να κρυφτεί». Του πέταξε το νερό κι εκείνος κάθισε να ξαποστά­ σει, με το δερμάτινο ασκί να σέρνεται στο χώμα. Όταν κούνησε το κεφάλι, ένα σύννεφο σκόνης έπεσε από τα κοντοκομμένα καστανά μαλλιά του. «Δε νιώθω τίποτα» είπε. «Μόνο τον αναθεματισμένο ήλιο και την κούραση που δε θα ’πρεπε να νιώθω». Τον περιεργάστηκε. Ο Ερμής, ο θεός των ληστών, ένας αιώ­ νιος δεκαεφτάχρονος που γκρίνιαζε σαν γέρος. Ήταν σχεδόν αστείο. Θα ’ταν σίγουρα αν δεν ήταν και οι δύο ετοιμοθάνατοι, αν δεν έδειχνε τόσο αδύνατος. Οι μύες των χεριών του είχαν γίνει λεπτοί σαν ίνες, τα μάγουλά του είχαν βαθουλώσει. Πρέπει να είχε χάσει δέκα κιλά από τη στιγμή που έφτασαν στην έρημο. «Πρέπει να φας κάτι». Γονάτισε δίπλα του και άνοιξε το σα­ κίδιό της. Είχε μέσα παστό κρέας και φρούτα. «Τι ταπεινωτικό» μουρμούρισε εκείνος ενώ του έδινε να φάει. «Ο άδοξος θάνατος πάντα είναι ταπεινωτικός. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί βέβαια πως θα συνέβαινε σ’ εμάς». Κατάπιε ξανά και η μύτη του φτερού την τσίμπησε. Ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. Πα­ λιά θα μπορούσε να ευχηθεί να εξαφανιστεί, να το κάψει με μια της σκέψη μόνο, κάνοντάς το να χαθεί με έναν απλό συριγμό, μια σπείρα καπνού. Δυσκολευόταν ακόμη να πιστέψει πως αυτό θα ήταν το τέλος της, πως θα ήταν τόσο αθόρυβο κι αργό, με τους πνεύμονες να πλημμυρίζουν φτερά. Θα ήταν σαν να ανάπνεε μέσα από μαξιλάρι. Δε θα μπορούσε μήτε να ουρλιάξει. «Έπρεπε να το είχαμε καταλάβει. Δε μας είχαν λείψει άλλω­ στε οι μαντείες, μήτε οι γραφές. Το λυκόφως των θεών». Ο Ερμής πήρε μια χούφτα χώμα και την πέταξε στον αέρα. Ανα­ σήκωσε το φρύδι του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=